Ή Έλλάδα μπροστά στή Γερμανική πρόκληση
2013-04-04 22:34

Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για τα κίνητρα που προσδιορίζουν τη στρατηγική του Βερολίνου, ελάχιστοι όμως αμφιβάλλουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περάσει σε μία περίοδο σχεδόν απόλυτης γερμανικής κυριαρχίας.
Οι ερμηνείες
Η διαχείριση της κρίσης του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και γενικότερα της οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους αναλυτές σαν ένα κρίσιμο σταυροδρόμι σε ό,τι αφορά το πέρασμα στη λεγόμενη γερμανική Ευρώπη.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν μια προσπάθεια που ξεκίνησε αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας, που θα ήταν λιγότερο απειλητική για την Ευρώπη στο σύνολό της αλλά και τον ίδιο τον εαυτό της.
Εξήντα χρόνια αργότερα περνάμε από την ευρωπαϊκή Γερμανία στη γερμανική Ευρώπη. Η βασική αυτή αλλαγή αποδίδεται από πολλούς αναλυτές στην οικονομική ισχύ της σύγχρονης Γερμανίας αλλά και στο ζήλο με τον οποίο οι Γερμανοί έβαλαν σε τάξη τα οικονομικά τους μετά τη δαπανηρή επανένωση των δύο γερμανικών κρατών.
Υπάρχει και μία άλλη, περισσότερο πολιτική, ερμηνεία της γερμανικής υπεροχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την οποία αυτή οφείλεται στον στρατηγικό σχεδιασμό της γερμανικής ελίτ αλλά και στην αδυναμία χωρών που κατά το παρελθόν ήξεραν πώς να περιορίσουν τη γερμανική υπεροχή. Η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται πλέον στο περιθώριο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, η Γαλλία κινδυνεύει να πέσει θύμα των οικονομικών της προβλημάτων και μετατοπίζεται σταδιακά από το Βορρά προς το Νότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία βρίσκονται σε προμνημονιακή κατάσταση, γεγονός που περιορίζει την επιρροή τους στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Υπέρ της γερμανικής Ευρώπης λειτουργεί και η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κεντρική Ευρώπη και τη Βαλτική. Η ένταξη σε αυτή χωρών όπως της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και των δημοκρατιών της Βαλτικής πρόσφερε στη Γερμανία τον οικονομικό ζωτικό χώρο που διεκδίκησε κατά το παρελθόν με παγκόσμιους πολέμους. Τέλος, υπάρχει και μια πιο σκοτεινή ερμηνεία της στρατηγικής του Βερολίνου, που αποδίδει τη συστηματική «ταπείνωση» του ευρωπαϊκού Νότου σε μία επανέκδοση της θεωρίας της φυλετικής υπεροχής των Γερμανών. Αυτοπροβάλλονται σαν ηθικοί, πειθαρχημένοι, εργατικοί, συγκρατημένοι σε ό,τι αφορά τις δαπάνες και την κατανάλωση, σε αντίθεση με τους «νότιους», που έχουν διαφορετικά «φυλετικά» χαρακτηριστικά. Είναι πονηροί, διεφθαρμένοι, τεμπέληδες, αντιπαραγωγικοί.
Η προβολή της υπεροχής των Γερμανών σε σχέση με τους προβληματικούς «νότιους» κυριαρχεί στα ΜΜΕ της Γερμανίας και επηρεάζει άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις εμφανίζονται σαν αυστηροί παιδαγωγοί έναντι των προβληματικών χωρών και λαών του ευρωπαϊκού Νότου.
Η αλλαγή των κανόνων
Το πρόβλημα με χώρες όπως η Ελλάδα είναι ότι «δεν δικαιούνται διά να ομιλούν» για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία. Το Βερολίνο ακολουθεί μία σκληρή στρατηγική έναντι του ευρωπαϊκού Νότου, μέσα όμως από δημοκρατικές διαδικασίες και χωρίς πολιτικές ακρότητες. Αντίθετα, στην Ελλάδα η αποτυχία του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης οδήγησαν στην εκλογική και πολιτική ενίσχυση της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής, τα ανώτερα στελέχη της οποίας αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερα θετικό τρόπο τον γερμανικό ναζισμό και τον ιταλικό φασισμό. Αυτόματα, λοιπόν, χάνουμε το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα το οποίο θα μας επέτρεπε μια πιο αυστηρή κριτική των επιλογών και των μεθόδων του Βερολίνου.
Μέσα από τη διαχείριση της κυπριακής κρίσης οριστικοποιήθηκαν οι κανόνες λειτουργίας της γερμανικής Ευρώπης, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να αμφισβητηθούν στη διάρκεια των επόμενων χρόνων.
Στην περίπτωση της Κύπρου προωθήθηκε, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, του ΔΝΤ και του προεδρεύοντος του Eurogroup, Ολλανδού υπουργού Οικονομικών κ. Ντάισελμπλουμ, το bail in αντί του bail out των προβληματικών τραπεζών. Το κόστος της διάσωσης μιας τράπεζας δεν πηγαίνει πλέον στους φορολογούμενους της χώρας και της Ευρωζώνης αλλά στους άμεσα εμπλεκόμενους μετόχους, ομολογιούχους, ακόμα και στους καταθέτες των τραπεζών με καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ.
Με τον τρόπο αυτό αναβάλλεται η τραπεζική ένωση που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών το περασμένο καλοκαίρι και προετοιμάζεται η μελλοντική λειτουργία της χωρίς μεγάλο κόστος για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους, και ειδικά τους Γερμανούς. Η προσπάθεια της Ισπανίας για άμεση χρηματοδότηση των προβληματικών τραπεζών της από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης πιθανότατα θα αποτύχει, και έτσι δεν θα δημιουργηθεί ένα προηγούμενο για τη μεταφορά του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών στους Ευρωπαίους φορολογούμενους.
Ο δεύτερος κανόνας της γερμανικής Ευρώπης είναι η συνέχιση μιας εξαιρετικά αυστηρής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής, η οποία είναι πραγματικά ισοπεδωτική για την οικονομία των μνημονιακών χωρών. Όσοι έχουν περιέλθει σε διαχειριστικό αδιέξοδο και προσβλέπουν στη στήριξη του Βερολίνου είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν μία οικονομική πολιτική που μπορεί να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι οι όροι χρηματοδότησης των προβληματικών χωρών της Ευρωζώνης είναι εξαιρετικά ευνοϊκοί σε σχέση με αυτά που ισχύουν διεθνώς και τις εναλλακτικές λύσεις. Το μνημόνιο, στη βάση του οποίου εξασφαλίζει η Κύπρος δάνειο ύψους 10 δισ. ευρώ από την Ευρωζώνη, ορίζει το επιτόκιο στο 2,5% και προβλέπει δεκαετή περίοδο χάριτος και στη συνέχεια εξόφληση του δανείου σε βάθος δωδεκαετίας. Το δάνειο ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ που χορήγησε η Μόσχα στη Λευκωσία δόθηκε με επιτόκιο 4,5% και οι Ρώσοι δυσκολεύονται να συμφωνήσουν στη μείωση του επιτοκίου στο 2,5% και στην πενταετή παράταση εξόφλησής του μέχρι το 2022. Επομένως, η γερμανική αυστηρότητα συνδυάζεται πάντα με παροχή δανείων με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, με βάση αυτά που ισχύουν διεθνώς.
Περιορισμένο «κούρεμα»
Οι ελπίδες της ελληνικής πολιτικής τάξης για μεγάλο «κούρεμα» του χρέους του επίσημου τομέα αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές μοιάζουν υπερβολικές με βάση την εξέλιξη της γερμανικής πολιτικής.
Θα υπάρξει κάποιου είδους «κούρεμα» του ελληνικού χρέους το 2014, μόλις το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες στη Γερμανία, αυτό όμως αποκλείεται να είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρο και να λύσει το πρόβλημα δημοσιονομικής διαχείρισης της ελληνικής πλευράς. Επιδίωξη του «κουρέματος» του χρέους του ελληνικού Δημοσίου που δεν ελέγχεται από τον ιδιωτικό τομέα να είναι η διευκόλυνση των ελληνικών κυβερνήσεων στη διαχείρισή του και όχι η απαλλαγή τους από ένα σημαντικό ποσοστό τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε προηγούμενο για ανάλογες, εξαιρετικά δαπανηρές, διεκδικήσεις από χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Η ελληνική αντίδραση
Αντιμέτωποι με τους κανόνες λειτουργίας της γερμανικής Ευρώπης, έχουμε δύο βασικές επιλογές. Να επιμείνουμε σε καταγγελίες που μπορεί να είναι βάσιμες αλλά δεν λύνουν κανένα πρόβλημα ή να προσαρμοστούμε με δημιουργικό και επιθετικό τρόπο στο νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον, που θα διατηρηθεί για αρκετά χρόνια.
Η δεύτερη επιλογή είναι επικοινωνιακά και πολιτικά δύσκολη, υπόσχεται όμως πολύ καλύτερα αποτελέσματα για την οικονομία και την κοινωνία. Εάν βάλουμε σε τάξη τα δημόσια οικονομικά μας και προχωρήσουμε στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, ιδιαίτερα στην κατεύθυνση της μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσίων δαπανών, θα αποκτήσουμε σοβαρές δυνατότητες διαπραγμάτευσης για την προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται στις ανάγκες της εθνικής οικονομίας και της ίδιας της κοινωνίας, αλλά και για τη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης του προγράμματος «διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας.