Η κρίση έφερε πίσω τις λάμπες πετρελαίου
2014-08-20 19:09Βήμα-βήμα βαδίζουμε πίσω ολοταχώς σε εποχές… Κατοχής
Σε κατοχικές καταστάσεις και συνθήκες διαβίωσης δεκαετίας ‘40 μας οδηγούν από κάθε άποψη τα μνημόνια και τα μέτρα απάνθρωπης λιτότητας που μας έχουν επιβάλλει οι τροικανοί και οι λοιπές ληστρικές συμμορίες της Ευρώπης.
Μετά τα συσσίτια με τις ουρές της ντροπής και τα απλωμένα χέρια για ένα τοστ, μετά τους χιλιάδες θανάτους εξαθλιωμένων ελλήνων εξαιτίας της φτώχειας και της ανέχειας, στο προσκήνιο έρχονται ή πιο σωστά επανέρχονται οι… προπολεμικές λάμπες πετρελαίου, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι αναβιώνουμε την Κατοχή, αλλά σε μια σύγχρονη εκδοχή της με τη μορφή της οικονομικής υποδούλωσης.
Όσοι από τους παλαιότερους έκαναν το «λάθος» να τις πετάξουν, νομίζοντας ότι οι εποχές αυτές πέρασαν ανεπιστρεπτί, τρέχουν τώρα να προμηθευτούν νέες, με την ελπίδα ότι θα εξοικονομήσουν μερικά ψιλά για να αγοράσουν καμιά ελιά παραπάνω.
Ελάχιστοι ήταν οι προνοητικοί που τις κράτησαν ξεχασμένες σε ντουλάπια ή σκονισμένες αποθήκες και τώρα καταφεύγουν σε αυτές άρον-άρον, προκειμένου να φωτίσουν τα σκοτεινά σπίτια τους και τα καμαράκια τους που έχουν μείνει χωρίς ρεύμα εξαιτίας των απλήρωτων λογαριασμών.
Είναι γεγονός, πάντως, ότι οι παραδοσιακές λάμπες πετρελαίου εντάσσονται πλέον δυναμικά στην καθημερινότητα ολοένα και περισσότερων ανθρώπων, λόγω κρίσης.
Οι πωλήσεις τους αυξάνονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, καθώς κρίνονται ιδιαίτερα συμφέρουσες για τα νοικοκυριά. Η τιμή τους ξεκινάει από 12 ευρώ ενώ το ελάχιστο πετρέλαιο που καίνε μεταφράζεται σε πολύ λιγότερα χρήματα από τις κιλοβατώρες με τις χρεώσεις-φωτιά.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στις λάμπες υγραερίου, που επίσης επανέρχονται σε χιλιάδες σπίτια, για να καλύψουν τις ανάγκες άνεργων και αναξιοπαθούντων πολιτών. Με 15-20 ευρώ μπορεί κάποιος να προμηθευτεί μια τέτοια λάμπα, με την οποία σε μικρό βάθος χρόνου κάνει σίγουρη απόσβεση των χρημάτων του.
Όπως αναφέρουν επαγγελματίες, προφανώς υπάρχουν πολλοί φτωχοί συμπολίτες μας, που δεν έχουν ρεύμα και για αυτό το λόγο έχει αυξηθεί κατακόρυφα η ζήτηση των προϊόντων αυτών.
Την ίδια στιγμή αρκετοί είναι εκείνοι που στρέφονται στις εστίες υγραερίου, στα γκαζάκια αλλά και τις ψησταριές, προκειμένου να αποφύγουν ή να περιορίσουν την κατανάλωση ρεύματος.
«Υπάρχει μια τάση να στραφεί ο κόσμος σε κάτι πέρα από το ρεύμα, και γι’ αυτό το λόγο προτιμάει περισσότερο το γκάζι, τις ψησταριές και γενικά εναλλακτικές λύσεις που συμβάλουν στην εξοικονόμηση ενέργειας και χρήματος» αναφέρει ο Δημήτρης Μουστάκας, έμπορος από την περιοχή του Βόλου.
Όπως εξηγεί, «μια ψηστιέρα καταναλώνει πολύ λιγότερο ρεύμα σε σχέση με την ηλεκτρική κουζίνα και πολλοί αγοράζουν, κατά συνέπεια, μια κάζα ή ένα φουρνάκι, για να αποφύγουν τη χρήση της κουζίνας».
Ενδεικτικά, ένα πετρογκάζι με δύο εστίες κοστίζει γύρω στα 20-25 ευρώ, μια ψηστιέρα κοστίζει από 20 μέχρι 40 ευρώ και οι μεγάλες κάζες τιμώνται περί τα 40-50 ευρώ.
Από την άλλη, πολλοί καταναλωτές προτιμούν τα παραδοσιακά γκαζάκια, που κοστίζουν 10 ευρώ κατά μέσο όρο, προκειμένου να τα χρησιμοποιούν για τις καθημερινές τους ανάγκες.
Η επιστροφή σε λύσεις «κατοχικού τύπου» παρατηρείται εντονότερα τα τρία τελευταία χρόνια, με τους καταναλωτές να εμφανίζονται διστακτικοί και συγκρατημένοι, λόγω οικονομικής στενότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, διστάζουν να προμηθευτούν ακόμη και την φιάλη για το γκαζάκι, η οποία δεν κοστίζει, πάνω από 50 λεπτά.
Βέβαια, η στροφή αυτή σε οικονομικότερα μέσα παρατηρείται όχι μόνο στις μεγαλύτερες ηλικίες αλλά και στους νεώτερους οικογενειάρχες, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα τα τελευταία χρόνια.
«Παρατηρούμε πλέον πολλά νεαρά ζευγάρια, ηλικίας 20 ή 30 ετών, που στρέφονται σε αυτό το στυλ μαγειρέματος, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους, με το μικρότερο δυνατό κόστος» προσθέτει ο κ. Μουστάκας, κάνοντας παράλληλα λόγο για πρωτοφανείς καταστάσεις, που δεν είχε συναντήσει κατά το παρελθόν.
Οι επαγγελματίες μιλούν για μια δύσκολη κατάσταση που χειροτερεύει όσο περνάει ο καιρός, οδηγώντας χιλιάδες πολίτες σε απόγνωση.