Η κατάρρευση του «σιδηρού παραπετάσματος», καθώς και η ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς, οδήγησε κατά τη δεκαετία του 1990 σε σημαντικές αλλαγές στη διατροφή των ρώσων. Νέα εστιατόρια και καφέ επιδίωξαν να κερδίσουν το ενδιαφέρον των πελατών τους με ανανεωμένες, εξωτικές προτάσεις. Παρότι είναι δύσκολο το να ονομάσει κανείς εξωτικό το δίκτυο «McDonald’s», ήταν αυτό που αποτέλεσε το «πρώτο χελιδόνι» στη Ρωσία και σηματοδότησε την εμφάνιση των δυτικών διατροφικών προτύπων. Το πρώτο μοσχοβίτικο McDonald’s εμφάνισε γιγάντιες ουρές αναμονής. Ο κόσμος πήγαινε εκεί όπως σ' ένα εστιατόριο, για να δοκιμάσει τα ασυνήθιστα τότε «γκάμπουργκερ». Έχοντας παραγγείλει Κόκα-Κόλα με πάγο, οι μη εξοικειωμένοι έτρωγαν και τον πάγο, μιας και τον είχαν πληρώσει.
Σήμερα τα πολυάριθμα McDonald’s (τα οποία στην καθημερινή ζωή αποκαλούνται «μακντάκ») δεν είναι πια εστιατόρια, αλλά μάλλον ταχυφαγεία, που στην σοβιετική εποχή έφεραν το όνομα «ζαμπεγκάλοβκα» (μέρος όπου «πετάγεσαι» για να φας κάτι στα γρήγορα), και ανήκαν στην κατηγορία «φαστφούντ» (δεν υπήρχε αντίστοιχη λέξη στα ρωσικά). Μια άλλη διαδεδομένη εκδοχή του φαστφούντ που κατέφθασε από τη Δύση είναι τα χοτ-ντογκ (αυτή η λέξη καταγράφεται στα ρωσικά λεξικά από το 2001), τα οποία πωλούνται ακόμη και στον δρόμο. Η πίτσα είναι επίσης δημοφιλής και την τρώνε συνήθως σε «πιτσερίες» ή την παραγγέλλουν κατ' οίκον. Σε κιόσκια στον δρόμο πωλούνται διάφορα σάντουιτς (όπως και τα μακριά σάντουιτς-μπαγκέτες). Η τελευταία καινοτομία του φαστφούντ της Μόσχας είναι τα κεφτεδάκια «μιτμπόλ».
Τσίπς και πάστα
Τις καθημερινές, τα εστιατόρια προσφέρουν το μεσημέρι οικονομικά «μπίζνες-λαντς», που αποτελούνται συνήθως από τέσσερα πιάτα – η ίδια υπηρεσία υπήρχε και κατά τη σοβιετική εποχή και λεγόταν «πλήρες γεύμα». Ενώ η παράδοση να παίρνεις μαζί σου στις αίθουσες κινηματογράφου μεγάλες μερίδες ποπκόρν εμφανίστηκε στην μετασοβιετική εποχή. Η μεγάλη ποικιλία των «τσιπς», που υπάρχει σήμερα, στα σοβιετικά χρόνια αντιπροσωπευόταν από ένα μόνο είδος και λεγόταν «τραγανές πατάτες» (αυτή η μάρκα επιβιώνει και σήμερα, ενώ παρατηρείται μεγάλη ζήτηση γι' αυτό το νοσταλγικό εμπορικό σήμα). Ένα ιδιαίτερα δημοφιλές καρύκευμα, στην σοβιετική εποχή, ήταν η σάλτσα «Σόους τομάτνι», η οποία σήμερα έχει υποκατασταθεί ολοκληρωτικά από το αυθεντικό κέτσαπ.
Τα ζυμαρικά της ιταλικής κουζίνας προσέλαβαν την κοινή ονομασία «πάστα» μόλις πρόσφατα. Προηγουμένως υπήρχαν «σπαγγέτι» ή, στην σοβιετική εποχή, απλώς μακαρόνια. Έτσι ένα αγαπημένο πιάτο που μοιάζει με σπαγγέτι μπολονέζ ονομαζόταν «μακαρόνι πο φλότσκι» (ναυτικά μακαρόνια). Τα λαζάνια και η παέγια είναι παρόντα στην διατροφική αγορά, αλλά κατέχουν μια θέση μάλλον περιφερειακή, όπως και τα ραβιόλια, που συχνά θεωρούνται απλώς μια εκδοχή των παραδοσιακών πελμένι.
Σούσι και γιαούρτι
Τα γιαούρτι, κρουασάν και μούσλι μπήκαν στη ρωσική διατροφή μόνο κατά την μετασοβιετική περίοδο. Η λέξη «γιόγκουρτ» (όπως και το αντίστοιχο προϊόν) υπήρχε στη ρωσική γλώσσα πάνω από εκατό χρόνια ήδη, όμως αργότερα περιέπεσε σε λήθη. Αρχικά αποτελούσε δάνειο από τα γαλλικά και προφερόταν, αντίστοιχα, με τον τόνο στη λήγουσα (γιογκούρτ), τη δεκαετία του '90 μεταφέρθηκε ως δάνειο πια από τα αγγλικά και προφέρεται με τον τόνο στο “ο”. Μ' αυτό συνδέεται και ένα πρόσφατο «γλωσσολογικό σκάνδαλο»: οι συντάκτες του νέου ακαδημαϊκού λεξικού κατηγορήθηκαν για έλλειψη παιδείας, όταν ανέφεραν ευσυνείδητα στο λεξικό και την παλιά μορφή τονισμού, μαζί με την καινούργια.Υπάρχουν πάρα πολλά εστιατόρια που ειδικεύονται στην ιαπωνική κουζίνα – λέγεται πως στη Ρωσία καταναλώνονται περισσότερα σούσι και ρολ απ' ο' τι στην ίδια την Ιαπωνία. Εντούτοις, είναι διαδεδομένα και τα εστιατόρια με μεικτές κουζίνες, πολλά από τα οποία πειραματίζονται στο στυλ «φιούζιον». Καμιά φορά το φιούζιον εμφανίζεται και στην συνύπαρξη στο μενού των πιάτων που φαίνονται αταίριαστα. Για παράδειγμα, πίτσα, σούσι και παραδοσιακή ρωσική σούπα «μπορς» μαζί.
Μπιστρό
Η πιο παράδοξη περίπτωση της ρωσογαλλικής γαστρονομικής συνεργασίας μπορεί να θεωρηθεί η ιστορία της λέξης «μπιστρό». Σύμφωνα με τον μύθο, οι ρώσοι στρατιώτες που μπήκαν στο Παρίσι μετά τον πόλεμο με τον Ναπολέοντα δεν ήθελαν να ξοδεύουν πολύ χρόνο σε πολύωρα γεύματα και έλεγαν στους ιδιοκτήτες των τοπικών καφέ «μπίστρο!» (Γρήγορα). Τελικά τα εστιατόρια του τότε «φαστφούντ» άρχισαν να ονομάζονται «μπιστρό». Και στις αρχές της δεκαετίας του '90, αυτή η λέξη επέστρεψε στη Ρωσία, όταν δημιουργήθηκε το εναλλακτικό προς τα McDonald’s ρωσικό δίκτυο με την ονομασία «Ρούσκογιε μπιστρό», με ειδίκευση σε ρωσικές πίτες και πελμένι.
Παλιότερα το γαστρονομικό λεξιλόγιο ανανεώνεται κυρίως χάρη σε δανεισμούς από την γαλλική γλώσσα, ενώ σήμερα οι λέξεις προέρχονται από την αγγλική. Αυτό το γεγονός εξηγείται με την γενικό προσανατολισμό του σύγχρονου ρωσικού πολιτισμού προς τον αγγλόφωνο.
Τα ποτά
Κατά την σοβιετική εποχή καταναλώνονταν ο χυμός ντομάτας, ενώ τώρα υπάρχει και το «φρες» (φρέσκος χυμός φρούτων). Ο καφές υπήρχε σε δύο εκδοχές: «μαύρος» (πολύ σπάνια) και «με γάλα» (παντού – αν και πρόκειται για ένα υγρό ανοιχτού καφέ χρώματος με γεύση καφέ). Σήμερα διαλέγουμε ανάμεσα σε εσπρέσο, αμερικάνικο, λάτε, καπουτσίνο, και ενίοτε ριστρέτο!
Σημαντικό γεγονός αποτέλεσε η εμφάνιση της πρώτης ρωσικής «Κόλα». Η «Πέπσι Κόλα», το εργαστάσιο της οποίας λειτούργησε στο Νοβοροσίσκ πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1980, αποτελούσε το μονοπώλιο αυτού του αναψυκτικού κατά τη σοβιετική περίοδο, ενώ στα πλαίσια της προπαγάνδας, η κόλα ήταν κακό στοιχείο του εχθρικού καπιταλιστικού πολιτισμού. Μόνο κατά τη δεκαετία του 1990, μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, η «Κόκα Κόλα» άρχισε να ανταγωνίζεται την «Πέπσι» και μαζί μ' αυτές τις δύο μεγάλες μάρκες, στην αγορά εμφανίστηκαν διάφορες ψευδο-Κόλα, απομιμήσεις, όπως η «Χέρσι-κόλα» που έχει προ πολλού εξαφανιστεί.
Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται μια μεγάλη διαφημιστική καμπάνια για την αντικατάσταση των εισαγόμενων αναψυκτικών με φυσικά ρωσικά ανάλογα, πρωτίστως με το παραδοσιακό «κβας» που είναι προϊόν φυσικής ζύμωσης. Το διαφημιστικό σλόγκαν μιας από τις μάρκες του κβας, με όνομα «Νικόλα», βασίζεται στο χαρακτηριστικό λογοπαίγνιο της αντιπαράθεσης: «Το κβας δεν είναι Κόλα, οπότε πίνε Νικόλα!».
