Newsletter

Εγγραφείτε στο newsletter μας:

Σάν σήμερα:

2013-04-29 00:28

Μαρία Πολυδούρη <1902 - 1930>

Μαρία Πολυδούρη
 

Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα. Γεννήθηκε την 1η Άπριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.

Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 χάνει, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της.

Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή τουπανεπιστημίου Άθηνών Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του.

Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.

Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη.

Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.

Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος». Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29 Άπριλίου 1930.

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.

Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αστάρτη», σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Βρέχει Φως». Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει έλληνες συνθέτες «κλασικοί», «έντεχνοι» και «ροκ». Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μενέλαο Παλλάντιο, Κωστή Κριτσωτάκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Στέλιο Μποτωνάκη και το συγκρότημα «Πληνθέτες».



Ντιούκ Έλινγκτον <1899 - 1974>

 

 

Ντιουκ Έλινγκτον (Duke Ellington)
 

Κορυφαίος συνθέτης της τζάζ κι ένας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα. Για μισό αιώνα υπήρξε επικεφαλής μιας ορχήστρας, που παραμένει ενεργή και μετά το θάνατό του. Χρησιμοποίησε την ορχήστρα του ως μουσικό εργαστήριο για τις συνθέσεις του, ενώ προσάρμοσε το γράψιμό του για να αναδείξει το ταλέντο πολλών μελών της ορχήστρας του, που έμειναν μαζί του για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο Έλινγκτον συνέθεσε μουσική για τον κινηματογράφο και το μιούζικαλ. Το έργο του μεγάλο σε όγκο αξιολογείται ακόμη και σήμερα, αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από το θάνατό του.

Γεννήθηκε στις 29 Ίουλίου 1899 στην Ουάσιγκτον, ως Έντουαρντ Κένεντι Έλινγκτον (Edward Kennedy Ellington). Ο πατέρας του Τζέιμς Έντουαρντ Έλινγκτον ήταν οικονόμος στον Λευκό Οίκο και ο μικρός Ντιουκ (Δούκας), όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά, μεγάλωσε σε άνετο περιβάλλον. Άρχισε νωρίς μαθήματα πιάνου και στην εφηβική του ηλικία έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις. Στα 17 του εγκατέλειψε το σχολείο και αφιερώθηκε στη μουσική. Αρχικά έπαιξε σε τοπικά κλαμπ της Ουάσιγκτον με το πενταμελές σχήμα «Washingtonians» και στη συνέχεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Ο Έλινγκτον ανέλαβε τα ηνία του σχήματος, το οποίο άρχισε να μεγαλώνει, για να καταλήξει να γίνει η περίφημη Duke Ellington Band.

Στις 4 4 Δεκεμβρίου 1927, μετά από μακροχρόνια παραμονή στο «Club Kentucky», η μπάντα του Έλινγκτον μετακομίζει στο περίφημο Cotton Club, ένα από τα λίγα κέντρα του Χάρλεμ με πελατεία αποτελούμενη αποκλειστικά από λευκούς. Ήταν το διαβατήριο για την επιτυχία και την ευρύτερη καταξίωση. Το ύφος του κλαμπ, που προοριζόταν για τουρίστες, θύμιζε εξωτική ζούγκλα. Ο Ντιουκ ανταποκρίθηκε, ενορχηστρώνοντας κομμάτια με τρομπέτες να τσιρίζουν, τρομπόνια να βρυχώνται και σαξόφωνα να ουρλιάζουν. Όλα αυτά τα εφέ παρουσιάζονταν με καταπληκτική μαστοριά και συνδυάζονταν με αυτοσχεδιαζόμενα σόλο των μουσικών του. Χαρακτηριστικό δείγμα, η σύνθεση «East St. Louis Toodle-oo», που αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ντιουκ Έλινγκτον. Το στυλ αυτό ονομάστηκε jungle.

Στις αρχές της δεκαετίας του '30 ο Έλινγκτον ήταν ένας φτασμένος τζαζίστας με ένα γαλαξία μουσικών αστεριών στην ορχήστρα του, όπως τους τρομπετίστες Μπάμπερ Μίλεϊ, Ρεξ Στιούαρτ και Κούτι Γουίλιαμς, τους τρομπονίστες Τρίκυ Σαμ Νάντον, Χουάν Τιζόλ και Λόρενς Μπράουντον, τον κλαρινετίστα Μπάρνεϊ Μπίγκαρντ, τον κοντραμπασίστα Γουέλμαν Μπροντ και τους σπουδαίους σαξοφωνίστες Τζόνι Χότζες και Μπεν Γουέμπστερ. Με τις ενορχηστρώσεις του κατάφερνε να παρουσιάζει καταπληκτικά πρωτότυπους μουσικούς στο κοινό, με έναν τρόπο που ανέπτυσσε και αξιοποιούσε την προσωπικότητά τους.

Το 1931 αφήνει το Cotton Club και πραγματοποιεί περιοδεία στην Ευρώπη. Από τότε, η ορχήστρα του θα βρίσκεται συνεχώς «στο δρόμο». Αυτή την εποχή κυκλοφορεί μια ακόμη επιτυχία, το κλασσικό «Mood Indigo» και αργότερα το εξωτικό «Caravan» (1937). Το 1939 ο Έλιγκτον προσλαμβάνει ένα νεαρό μουσικό, τον Μπίλι Στρέιχορν, που δεν εμφανίζεται συχνά με την ορχήστρα του, αλλά γίνεται ο άμεσος συνεργάτης στον συνθετικό και ενορχηστρωτικό τομέα. Η κορύφωση της συνεργασίας τους έρχεται το 1941 με τη μεγάλη επιτυχία <>, που αποτελεί ένα κλασσικό κομμάτι της εποχής του σουίνγκ.

Μετά τον πόλεμο, το σουίνγκ έφυγε από τη μόδα και οι μεγάλες ορχήστρες άρχισαν να διαλύονται. Η τζαζ βρισκόταν στον αστερισμό του μπι-μποπ κι έπαψε να απασχολεί το μεγάλο κοινό. Ήταν η εποχή των τραγουδιστών, όπως ο Φράνκ Σινάτρα Ο Ντιουκ Έλινγκτον, κόντρα στον συρμό, διατήρησε την ορχήστρα του χάρις στα πνευματικά δικαιώματα που εισέπραττε από τα τραγούδια του, ενώ έγραφε μουσική για μιούζικαλ και τον κινηματογράφο («Η ζούγκλα της ασφάλτου»).

Το πρώτο μισό της δεκαετίας του '50 ήταν μια δύσκολη περίοδος για τον Έλινγκτον, καθώς η ορχήστρα του υπέστη αφαίμαξη από τις πολλές αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών της. Ο Ντιουκ αποζημιώθηκε με τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ του Νιούπορτ το 1956 και την ηχογράφηση ενός «ζωντανού» άλμπουμ («Ellington at Newport»), που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία για τον ίδιο. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με μουσικούς της νέας γενιάς, όπως οι Τσαρλς Μίνγκους και Μαξ Ρόουτς («Money Jungle», 1962) και Τζον Κολτρέιν (Duke Ellington & John Coltrane, 1962).

Ο Ντιουκ Έλινγκτον συνέχισε να συνθέτει και να περιοδεύει με την ορχήστρα του, μέχρις ότου καταβλήθηκε από καρκίνο των πνευμόνων και πέθανε στις 24 Μαΐου του 1974. Η Ορχήστρα του συνεχίζει να παίζει και να διαδίδει τη μουσική του, πρώτα υπό την καθοδήγηση του γιου του Μέρσερ Έλινγκτον και μετά το θάνατό του το 1996 από τον εγγονό του Πολ Έλινγκτον.

 

Μπενιζέλος Ρούφος <1795 - 1868>

 

 

Μπενιζέλος Ρούφος
 

Εισοδηματίας και πολιτικός, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1795 στην Πάτρα και ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας Ρούφου, με καταγωγή από τη Σικελία.

Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας κι έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Παλιγγενεσία, με δικό του στρατιωτικό σώμα. Υπέγραψε την Προκήρυξη των Πατρινών προκρίτων προς τους προξένους στην Πάτρα (26 Μαρτίου 1821), με την οποία τους γνωστοποιούνταν η κήρυξη της Επανάστασης.

Επί Καποδίστρια διορίστηκε διοικητής Ηλείας (1828) και κατόπιν της Σύρου. Το 1832 διετέλεσε μέλος της Γερουσίας και το 1835 σύμβουλος επικρατείας. Επίσης, χρημάτισε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη (1848).

Ως Δήμαρχος Πατρέων (1855-1858), έθεσε τον θεμέλιο λίθο του Δημοτικού Νοσοκομείου, δώρισε το μισθό του για την κατασκευή του Υδραγωγείου της πόλης και διαμόρφωσε την πλατεία Υψηλών Αλωνίων, στην οποία και δόθηκε για ένα χρονικό διάστημα το όνομά του. Τελικά, παραιτήθηκε, λόγω διαφωνίας σχετικά με τη μελέτη της πλατείας.

Αντιδυναστικών φρονημάτων, έλαβε ενεργό μέρος στην κήρυξη της Επανάστασης στην Πάτρα κατά του Όθωνα (1862). Μετά την έξωση του Όθωνα διετέλεσε μέλος της «Τριμελούς Προσωρινής Κυβερνήσεως», που ασκούσε συγχρόνως και την Αντιβασιλεία, μαζί με τον Δημήτριο Βούλγαρη και τον Κ.Κανάρη.

Στις 29 Άπριλίου 1863 ανέλαβε Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (Πρωθυπουργός), διαδεχθείς τον Δυομιδη Κυριάκο, σε μία περίοδο με έντονα πολιτικά πάθη, εξαιτίας της σύγκρουσης των λεγόμενων «πεδινών» (οπαδοί του Βούλγαρη) και «ορεινών» (οπαδοί του Κανάρη), που μεταφέρθηκε και στους δρόμους της Αθήνας.

«Πεδινός» ο ίδιος, προσπάθησε να συμβιβάσει την κατάσταση, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Επί της πρωθυπουργίας του συνέβησαν τα αποκληθέντα «Ιουνιανά», με τις συγκρούσεις μεταξύ «πεδινών» και «ορεινών» και το κυβερνητικό φιάσκο με τον λήσταρχο Κυριάκο. Μάλιστα, για τρεις μέρες (19-21 Ίουνίου) παραχώρησε την εξουσία στον Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης Διομήδη Κυριακό. Παραιτήθηκε στις 25 Όκτωβρίου 1863, λίγες μέρες μετά την άφιξη του Γεωργίου Α'.

Ανήλθε για δεύτερη φορά στην πρωθυπουργία στις 28 Νοεμβρίου 1865, ως συμβιβαστική λύση μεταξύ των Κουμουνδούρου, Δεληγιώργη και Βούλγαρη, που κυριαρχούσαν στο πολιτικό προσκήνιο και ο καθένας διεκδικούσε για λογαριασμό του την εξουσία. Η θητεία του, που διήρκεσε έως τις 9 Ίουνίου 1866, ήταν απλώς διαχειριστική. Ψήφισε τον προϋπολογισμό του 1866 και διενήργησε άψογα τις δημοτικές εκλογές (31 Μαρτίου - 3 Άπριλίου 1866).

Ο Μπενιζέλος Ρούφος παντρεύτηκε δύο φορές: πρώτα τη Βικτωρία Σισίνη (πέθανε το 1836) και αργότερα τη Μαρία Κουντουριώτη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Θάνο Κανακάρη - Ρούφο (1838-1920) και τον Γεώργιο Ρούφο (1839-1891). Αμφότεροι ακολούθησαν τα χνάρια του πατέρα τους κι εξελέγησαν Δήμαρχοι Πατρέων, βουλευτές, ενώ διατέλεσαν και υπουργοί.

Ο Μπενιζέλος Ρούφος, που κατά τη διάρκεια της ζωής του φορούσε πάντα φουστανέλα, πέθανε στις 18 Μαρτίου 1868 και τάφηκε στο Μαυσωλείο των Ρούφων, που βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο Πατρών.