Τελικά οι χρηματοοικονομικές κρίσεις είναι αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού; Θα πρέπει τα κράτη να σώζουν το σύστημα κάθε φορά που ξεσπά μία τεράστια κρίση; Στο βιβλίο του «Stress Test», ο Τίμοθι Γκάιτνερ, πρόεδρος της Federal Reserve Νέας Υόρκης και υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ την περίοδο της κρίσης 2007-09, απαντά «ναι» και στα δύο ερωτήματα.
Οι απαντήσεις αυτές όμως πλήττουν τη νομιμότητα μιας οικονομίας που βασίζεται στην αγορά. Είναι ήδη αρνητικό εάν ο καπιταλισμός αποδεικνύεται επιρρεπής στη δημιουργία κρίσεων. Θα είναι ακόμη χειρότερα εάν το κράτος νιώθει υποχρεωμένο κάθε φορά να σώζει εκείνους που με την απερισκεψία τους ή ακόμη και με την εγκληματικότητά τους προκάλεσαν τη ζημιά, ώστε να προστατεύσει τους αθώους.
Ο κ. Γκάιτνερ υποστηρίζει ότι όχι απλώς είναι δεδομένο πως θα υπάρξουν κρίσεις, αλλά κι επίσης πωςοι κυβενήσεις πρέπει να αντιδράσουν με καταλυτική ισχύ. Ο μόνος τρόπος να σταματήσει μία κρίση είναι να αποτραπούν οι συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πανικό. Αυτό σημαίνει πως το κράτος πρέπει να δανειστεί περισσότερο, να δαπανήσει περισσότερο και να εκθέσει τους φορολογούμενους σε μεγαλύτερο βραχυπρόθεσμο ρίσκο, «ακόμη κι αν έτσι δείχνει πως ανταμείβει την ανικανότητα και την παραδοπιστία, ακόμη κι αν δημιουργεί έτσι την εντύπωση ότι σκορπίζει ανεξέλεγκτα χρήματα, αν προκαλεί φρενίτιδα διασώσεων από το μεγάλο κράτος». Αυτή είναι μία τολμηρή δήλωση για μία αντιλαϊκή άποψη.
Η Σίλα Μπλερ, που είχε τα ηνία της Federal Deposit Insurance Corporation κατά τη διάρκεια της κρίσης, διατυπώνει αντίθετη άποψη, υποστηρίζοντας ότι εάν η Wall Street πιστεύει πως το κράτος πάντα θα πληρώνει τον λογαριασμό για τα καταστροφικά στοιχήματα, τότε το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι η αστάθεια. Κατά την άποψή της, το επιχείρημα του κ. Γκάιτνερ περί των διασώσεων έχει νόημα μόνο εάν αποδεχθεί κανείς ένα ψευδές δίλημμα: «Ότι η μόνη μας επιλογή είναι είτε να μην κάνουμε τίποτα ή να επιδιώξουμε υπερβολικά μέτρα, όπως και κάναμε».
Η άποψη ότι ο καπιταλισμός είναι επιρρεπής στις κρίσεις δείχνει αναπόφευκτη. Η σταθερότητα αποσταθεροποιεί. Κατά τον κ. Γκάιτνερ είναι λογικό ο άνθρωπος να αναλαμβάνει ρίσκο μετά από μία παρατεταμένη περίοδο ευημερίας. Αυτό συνέβη κατά τον κύκλο μόχλευσης που προηγήθηκε της κρίσης. Ο κόσμος δεν προχώρησε σε μόχλευση επειδή προέβλεπε ότι θα οδηγηθεί σε διάσωση. Το έκανε επειδή προέβλεπε ότι θα έχει κέρδη.
Υπάρχει όμως και ένας παράγοντας που εγώ αποκαλώ «λογική απερισκεψία»: Η βεβαιότητα ότι θα υπήρχε διάσωση, αδιαμφισβήτητα καθησύχασε τους πιστωτές κι έτσι αύξησε τον κίνδυνο δημιουργίας αποσταθεροποιητικής πιστωτικής φούσκας,.
Από τη στιγμή που κατέρρευσε η Lehman Brothers, φαινόταν πως πλησίαζε μία νέα ύφεση. Οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες του G8 υποσχέθηκαν τον Οκτώβριο του 2008 «να αναλάβουν αποφασιστική δράση και να χρησιμοποιήσουν κάθε διαθέσιμο εργαλείο για να στηρίξουν τους συστημικά σημαντικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και να αποτρέψουν την κατάρρευσή τους». Έτσι έκαναν και απέδωσε. Ο πανικός -όπως αποτυπώνεται στο spread μεταξύ των επιτοκίων μη εξασφαλισμένου διατραπεζικού δανεισμού και των προσδοκιών για τα μελλοντικά επίσημα επιτόκια- διαλύθηκε. Στις ΗΠΑ, η οικονομία άρχισε να σταθεροποιείται μετά από δύο τρίμηνα συρρίκνωσης.
Κατά την άποψη του κ. Γκάιτνερ, η σωστή απάντηση σε μία τέτοια κρίση έχει τρία στοιχεία: μαζική νομισματική και δημοσιονομική στήριξη, εγγυήσεις για το παθητικό των συστημικά σημαντικών οργανισμών και σκληρά stress tests. Εάν ένας οργανισμός δεν καταφέρει να αντλήσει κεφάλαια, τότε θα πρέπει να υπάρξει κρατική ένεση.
Οι συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο -κυρίως σε ό,τι αφορά την περιορισμένη νομική δικαιοδοσία της αμερικανικής κυβέρνησης (όπως και άλλων)- δεν επέτρεψε μία κατά περίπτωση προσέγγιση. Η αξία των ενεργητικών ήταν τόσο αβέβαιη, τα κεφαλαιακά μαξιλάρια τόσο μικρά, η εξάρτηση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού από ασταθείς πηγές τόσο έντονη και οι μηχανισμοί για την εκκαθάριση περίπλοκων χρηματοπιστωτικών οργανισμών τόσο ανεπαρκείς που οι κυβερνήσεις δεν είχαν αξιόπιστες εναλλακτικές. Απλούστατα δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν το οικονομικό αποτέλεσμα μιας σαρωτικής χρηματοοικονομικής κατάρρευσης.
Παρομοίως, οι αρχές έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ελεύθερα τα νομισματικά και τα δημοσιονομικά εργαλεία για να περιορίσουν τον μακροπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο. Ακόμη κι έτσι όμως, το κόστος ήταν τεράστιο. Το πρώτο τρίμηνο του 2014, το ΑΕΠ των ΗΠΑ ήταν 17% χαμηλότερο από την τάση της περιόδου 1950-2007.
Πράγματι ο καπιταλισμός είναι επιρρεπής στις κρίσεις και το αμερικανικό κράτος σωστά παρενέβη κατά τη διάρκεια της τελευταίας κρίσης. Τα συμπεράσματα αυτά όμως μας αφήνουν σε μία απογοητευτική θέση με τη μοίρα μας να είναι δεμένη σε μία μηχανή που δημιουργεί κρίσεις Αποκάλυψης.
Η απάντηση πολλών σε αυτό είναι πως το κράτος δεν πρέπει να επιβάλλει αυξημένη ρύθμιση στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Χρειάζεται απλώς να αποκλείσει το ενδεχόμενο διάσωσης την επόμενη φορά. Είναι τέτοια μάλιστα η λαϊκή δυσαρέσκεια σε αυτές τις διασώσεις που αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να δοκιμαστεί. Οι επιπτώσεις όμως θα είναι πιθανότατα καταστροφικές.
Μία πιο ελκυστική προσέγγιση είναι να καταστεί το σύστημα λιγότερο ασταθές και καλύτερα προετοιμασμένο για να αντιμετωπίσει μία κρίση. Σε αυτήν την περίπτωση οι επιλογές είναι: Υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τους οργανισμούς που χαρακτηρίζονται συστημικά σημαντικοί σε συνδυασμό με απαιτήσεις για ύπαρξη μακροπρόθεσμου χρέους που μπορεί να απορροφήσει ζημίες σε περίοδο κρίσης, μείωση των φορολογικών κινήτρων για την ανάληψη δανεισμού, ασφαλέστερες τραπεζικές καταθέσεις που προστατεύονται από πολύ μεγαλύτερα αποθέματα, ενίσχυση της εποπτείας του συστήματος από τις ρυθμιστικές αρχές και δυνατότητα εκκαθάρισης πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών οργανισμών όταν χρεοκοπούν.
Αυτά τα μέτρα θα φέρουν τον κόσμο πιο κοντά στο όραμα της κ. Μπλερ. Είναι πιθανόν τα λάθη που έγιναν να ήταν πολύ πιο σημαντικά από τον ηθικό κίνδυνο που εμφανίζεται τις περιόδους κρίσεων. Παρ' όλα αυτά, όμως, ο ηθικός κίνδυνος της διάσωσης υπάρχει κυρίως στους πιστωτές των συστημικά σημαντικών οργανισμών.
Ο κ. Γκάιτνερ ζήτησε πιο αυστηρή ρύθμιση. Προσέφερε όμως, επίσης έναν νόμο περί μη ηθελημένων επιπτώσεων. Υποστηρίζει ότι όσο ασφαλέστερο γίνει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο κίνδυνος η αδυναμία να εμφανιστεί σε κάποιο άλλο, λιγότερο φανερό και πιθανώς πιο επικίνδυνο σημείο. Προσθέτει ότι αυτό ακριβώς συνέβη πριν από την κρίση, με την επέκταση του «σκιώδους τραπεζικού συστήματος». Κατά συνέπεια, η αυστηρή ρύθμιση του κλάδου μπορεί να αποδειχθεί αυτοκαταστροφική στρατηγική.
Η προειδοποίηση γίνεται δεκτή, αλλά υπάρχουν απαντήσεις. Η απάντηση των «παρεμβατικών» είναι η πλήρης εποπτεία του χρηματοπιστωτικού κλάδου, η ενίσχυση των κεφαλαίων και η επιβολή άλλων προϋποθέσεων με τη διασπορά του κινδύνου. Μία άλλη απάντηση είναι να εξασφαλιστεί ότι οι δομικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν να επιβιώσουν από σεισμό στην περιφέρεια. Μία ακόμη απάντηση είναι να ενισχυθούν οι προϋποθέσεις διαφάνειας, αποτρέποντας έτσι τέτοιους προφανείς παραλογισμούς, όπως η συσσώρευση τεράστιων θέσεων εκτός ισολογισμού σε ζωτικούς οργανισμούς.
Πού μένουμε μετά από όλα αυτά; Χρειάζεται να προσπαθήσουμε πολύ περισσότερο για να μειώσουμε την τάση του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος να δημιουργεί κρίσεις. Χρειάζεται να μπορούμε να παρέμβουμε σε μία κρίση χωρίς τις εκτεταμένες διασώσεις που απαιτήθηκαν την τελευταία φορά. Όπως προειδοποιεί και ο κ. Γκάιτνερ, αυτές οι προσπάθειες μπορεί να αποτύχουν. Δεν υπάρχουν, όμως, εναλλακτικές.
