*Του Γιάννη Πρετεντέρη
Η κυβέρνηση μετέθεσε τις εξελίξεις για τον Φεβρουάριο για να κερδίσει τρεις, τέσσερις μήνες – το πολύ!..
Αλλά αν δεν συμβεί κάτι έως τον Φεβρουάριο που θα μεταβάλει τα σημερινά δεδομένα, τότε η μετάθεση αυτή δεν έχει κανένα νόημα.
Απλώς η κυβέρνηση θα έχει αδειάσει το πικρό ποτήρι ως την τελευταία σταγόνα.
Τι μπορεί να συμβεί; Κατά τη γνώμη μου, μόνο ένα πράγμα μπορεί να μετρήσει αποφασιστικά στους πολιτικούς συσχετισμούς: η έξοδος της Ελλάδας από το Μνημόνιο.
Μια έξοδος με περιορισμένες προϋποθέσεις, έστω και με κάποιες υποσημειώσεις, αλλά μια έξοδος που θα μπορέσει να γίνει αντιληπτή από τον ελληνικό λαό ως δικαίωση των κόπων του και ως εφαλτήριο ανόρθωσης της χώρας.
Θα καταφέρει να το επιτύχει αυτό η κυβέρνηση;
Με τα σημερινά δεδομένα, μια έξοδος από το Μνημόνιο δεν φαντάζει ούτε ως εξασφαλισμένη ούτε ως ακατόρθωτη.
Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να το επιτύχει χωρίς τη συναίνεση των υπόλοιπων Ευρωπαίων – όσες ανοησίες κι αν λέγονται περί αυτού… Οι μονομερείς λύσεις αποδεικνύονται συνήθως χειρότερες από τα προβλήματα που διεκδικούν να λύσουν.
Ως εκ τούτου, μέσα στο επόμενο δίμηνο θα κριθούν πολλά και θα φανούν ακόμη περισσότερα.
Πρώτον, οι κατευθύνσεις του νέου προϋπολογισμού. Αν περιλαμβάνει τις φοροελαφρύνσεις που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός, παρά τις αντιρρήσεις της τρόικας, θα είναι ένα πολύ σοβαρό βήμα χειραφέτησης από τη διαδικασία ελέγχου της τελευταίας τετραετίας.
Δεύτερον, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης κυρίως ως προς τον υπολογισμό των δημοσιονομικών κενών 2015-2016. Σε αυτή τη διαδικασία συνυπολογίζονται και τα stress tests διότι από αυτά θα προκύψει το ενδεχόμενο «χρηματοδοτικό μαξιλαράκι» στο οποίο θα μπορέσει να υπολογίζει η Ελλάδα.
Τρίτον, το ερωτηματικό του ΔΝΤ. Μόνο που για να αποχωρήσει το ΔΝΤ, θα πρέπει πρώτα είτε η Ελλάδα, είτε οι Ευρωπαίοι, είτε και οι δύο από κοινού, να προσδιορίσουν από πού θα βρεθούν τα χρήματα τα οποία θα έδινε το ΔΝΤ την επόμενη διετία.
Τέταρτον, να σκιαγραφηθεί μια λύση για το χρέος. Δεν θα είναι κούρεμα (διότι ουδείς εκ των δανειστών είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί κάτι τέτοιο) και θα συνδέεται με μια σειρά στόχους και προϋποθέσεις. Κανείς στην Ευρώπη δεν δέχεται να αφήσει εντελώς ανεξέλεγκτη μια χώρα με σαθρό πολιτικό σύστημα και υψηλό δείκτη πολιτικής αβεβαιότητας.
Αυτά τα τέσσερα βήματα είναι απαραίτητα για να μπορέσει η κυβέρνηση όχι μόνο να ανακοινώσει την έξοδο από το Μνημόνιο αλλά και να προσφύγει με μονιμότερο τρόπο στις αγορές, που παραμένουν ακόμη επιφυλακτικές.
Η προσφυγή αυτή έχει διπλή σημασία.
Ασφαλώς είναι κρίσιμη για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας αν θέλει να φύγει από το Μνημόνιο.
Την ίδια στιγμή όμως δημιουργεί και ένα πολύ ισχυρό δεδομένο: οι αγορές επανέρχονται στον ρόλο του κριτή. Ετσι, η όποια υπαναχώρηση από μια επόμενη κυβέρνηση θα έχει τεράστιο εθνικό κόστος.
Στην περίπτωση του παραμικρού εκτροχιασμού ή απόκλισης από τις δεσμεύσεις, οι αγορές δεν είναι Eurogroup για να το συζητήσουμε. Θα κλείσουν πολύ ευκολότερα από όσο άνοιξαν, αλλά αυτή τη φορά το ΔΝΤ θα έχει φύγει και οι Ευρωπαίοι δεν θα κουνήσουν το δαχτυλάκι τους.
Τότε, ακόμη κι αν η «Αυγή» με τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ καταγγείλουν τις αγορές σε άρθρα, ομιλίες και ανοιχτές εκδηλώσεις, ακόμη κι αν τις καταραστούν όλοι οι διώκτες του καπιταλισμού, το πικρό ποτήρι θα το πιούμε όλοι μαζί.
Ρεαλιστική στροφή
Νομίζω ότι η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ σε ρεαλιστικές θέσεις είναι πλέον εμφανής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι καταθέτει νομοσχέδιο στη Βουλή με το οποίο επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Τη στιγμή που θα μπορούσε χωρίς πρόβλημα να τον ανεβάσει στα χίλια ή περισσότερα.
Ούτως ή άλλως, όταν πληρώνουν άλλοι, μπορείς άνετα να μοιράζεις αυξήσεις χωρίς να αυξηθεί το παραμικρό.
Ρεαλιστική είναι η τοποθέτησή του και στο θέμα του χρέους. Προκρίνει τη διαγραφή του «μεγαλύτερου μέρους» ενώ θα μπορούσε να υποσχεθεί τη διαγραφή «όλου του χρέους».
Ούτως ή άλλως, δεν εξαρτάται από τον ΣΥΡΙΖΑ τι θα διαγραφεί. Συνεπώς μπορεί θαυμάσια να προτιμάει ό,τι θέλει χωρίς τελικά να διαγραφεί τίποτα.