Της Φύλλις Παπαδαυίδ
Τον προηγούμενο μήνα η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός σούπερ-ταμείου ιδιωτικοποίησης για την πώληση κρατικών assets, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών σιδηροδρόμων, των υπηρεσιών ταχυδρομείου και σειρά άλλων υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Ο σκοπός του –η πώληση κρατικών assets ύψους 50 δισ. ευρώ- το φέρνει οριακά δεύτερο στην κλίμακα των ιδιωτικοποιήσεων της δεκαετίας του 1980 στη Βρετανία, από τη Margaret Thathcher.
Η σύγκριση είναι κατάλληλη: Εάν η κυβέρνηση προχωρήσει με τα σχέδιά της, οι επιδράσεις θα μπορούσαν να είναι τόσο εκτεταμένες όσο αυτές των μεταρρυθμίσεων της Thatcher. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα ταμεία ιδιωτικοποιήσεων –όπως ονομάζεται η ελληνική εταιρεία για assets- θα επιστρέψει το 50% των εσόδων της πίσω στην Ελλάδα, προσφέροντας μια πολυπόθητη ώθηση στις επενδύσεις. Η διάρκεια ζωής των 99 ετών, υποδηλώνει ότι πρόκειται για ένα μακροπρόθεσμο project. Και το γεγονός πως το ταμείο περιλαμβάνει δύο εκπροσώπους από τον ESM στο εποπτικό συμβούλιο –ένας εκ των οποίων θα είναι πρόεδρος- λέει πολλά για την προέλευση της ώθησης.
Ωστόσο, όσο σημαντικές και αν είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, δεν μπορούν να πετύχουν χωρίς να σημειωθεί πρόοδος στη μείωση της γραφειοκρατίας που δεσμεύει την ελληνική οικονομία, σε ένα από τα πιο δαιδαλώδη κανονιστικά περιβάλλοντα της Ευρώπης.
Οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν καλύτερα αποτελέσματα σε μια αποτελεσματική εγχώρια οικονομία όπου ο ανταγωνισμός ασκεί πίεση στους επιχειρηματίες να βελτιώσουν τις δραστηριότητές τους. Όταν η κυβέρνηση της Thatcher έδωσε προτεραιότητα στην ιδιωτικοποίηση των μέσων μεταφοράς για να βελτιώσει τις συνθήκες για τους επιβάτες, υπήρξε μια σιωπηρή ότι η ιδιωτικοποίηση των αστικών λεωφορείων από μόνη της δεν επρόκειτο να αυξήσει τον ανταγωνισμό. Οι δράσεις για τις μεταφορές το 1980 και το 1985 μείωσαν τις χορηγίες στα λεωφορεία, περιόρισαν τα σχέδια της κυβέρνησης για συστήματα λεωφορείων και εισήγαγαν δοκιμαστικές περιοχές ελεύθερες αδειών. Νέοι φορείς θα μπορούσαν να χειριστούν με αποτελεσματικότητα τις υπηρεσίες για κάθε διαδρομή που ήθελαν, επιλέγοντάς τις σε επίπεδο συμβουλίου. Απάντησαν με την μείωση των ναύλων, την αύξηση των υπηρεσιών και την προσαρμογή των προγραμμάτων για να καλύψουν την ζήτηση.
Αυτό το περιβάλλον δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα, Η χώρα βρίσκεται στην 144η θέση της λίστας με τις 189 χώρες για το πιο εύκολο επιχειρείν παγκοσμίως, σε ο,τι αφορά την καταγραφή ακίνητης περιουσίας και στην 132η θέση για την υλοποίηση συμβάσεων. Είναι 54η στην έναρξη νέων επιχειρήσεων, κάτω από την Ουκρανία, την Μογγολία και την Ακτή Ελεφαντοστού- χώρες με ελάχιστο ΑΕΠ σε σχέση με την Ελλάδα.
Το 2014, ο ΟΟΣΑ προχώρησε σε 329 συστάσεις για να βοηθήσει την Ελλάδα να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της. Οι 76 από αυτές επικεντρωνόταν στον τουρισμό και στα ταξίδια. Κυμαινόταν από το να επιτρέπουν σε ξενοδοχεία να προσφέρουν εκπτώσεις, μέχρι την κατάργηση του ελάχιστου 48ωρου για τις κρουαζιέρες, την αλλαγή του κανόνα που επιτρέπει μόνο σε νέα λεωφορεία να ασχολούνται με τον τουρισμό. Ελάχιστες από αυτές εφαρμόστηκαν.
Η παροιμία "don’t just sit there, undo something" χρησιμοποιήθηκε από τους μεταρρυθμιστές στην εποχή της Thatcher για να δώσει έμφαση στην σημασία του να περιορίσει τη ρύθμιση μαζί με τις ιδιωτικοποιήσεις. Η Ελλάδα έχει πολλά "undoing" να κάνει μπροστά της.
Η εμπειρία του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων, μας λέει ότι εκτός από το να έλθει σωστά η απορρύθμιση, είναι σημαντικό η Ελλάδα να μην καθυστερήσει τις βασικές ιδιωτικοποιήσεις. Το ινστιτούτο για την κυβέρνηση επισημαίνει ότι παρά την ύφεση του 1980-1981, η ιδιωτικοποίηση της British Telecom ήταν καταλύτης για την διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων της χώρας.
Επομένως από πού θα πρέπει να ξεκινήσει η Ελλάδα; Από τη στιγμή που ο τουρισμός είναι τόσο σημαντικός στην οικονομία της χώρας, το ταμείο θα μπορούσε να κάνει χειρότερα από το να πουλήσει το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα, το μεγαλύτερο κομμάτι real estate στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η οποία θέλει την πώληση, η ιδιωτικοποίηση του αεροδρομίου θα μπορούσε να φέρει έσοδα περί τα 2 δισ. ευρώ, να ενισχύσει τα ταξίδια, να δημιουργήσει 10.000 θέσεις εργασίας στις κατασκευές και μια μακροπρόθεσμη αύξηση της απασχόλησης, ενός εκτιμώμενου αριθμού 70.000 στην επιχειρηματική δραστηριότητα, λόγω της νέας υποδομής.
Δεν υπάρχει ενιαία πολιτική που από μόνη της θα αναζωογονήσει την ελληνική οικονομία. Αλλά η ιδιωτικοποίηση και η απορρύθμιση μαζί μπορούν να αναμορφώσουν την πλευρά της προσφοράς της χώρας, ανοίγοντας νέες ευκαιρίες ανταγωνισμού και δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Με το δημόσιο χρέος να διαμορφώνεται υψηλότερα του 180% του ΑΕΠ και λίγη πρόοδος να έχει σημειωθεί στην ελάφρυνση του χρέους, αυτή δεν είναι η καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα. Είναι η μόνη επιλογή.