ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
ΓΝΩΡΙΣΑ μια Ρώσσα, νέο κορίτσι. Μοιάζει όλες τις Ρώσσες. Επειδή βρίσκομαι σε τόπο Ελληνικό, περιτριγυρισμένος από Έλληνες κ’ Ελληνίδες, μου φανερώθηκε χτυπητότερη η Ρώσσα. Μου φάνηκε σα μάζα αδούλευτη, άμορφη, ασχημάτιστη, ζεστή, ζωντανή, ζουμερή, που μπορεί κάθε μορφή να μεταλλάξει, που θα κατασταλάξει βέβαια κάποτε, σε μακρυνότερους καιρούς, και θα βρει τον τελειωτικό της τύπο ― το καλούπι της, μα τώρα ακόμα είναι σαν τη μαλακή, τη διαλυμένη ουσία των άστρων, που δεν έπηξαν ακόμα, και στριφογυρίζουνε γύρω στον ήλιο σα μισολυωμένες σβούρες. Η Ρώσσα είναι μάζα που δεν έπηξε. Μπορεί να γίνεται μονομιάς ό,τι θέλεις, θρήσκα, άθεη, συντηρητική, επαναστάτρια, κοιμισμένη, ριζοσπαστική, φουριόζα. Μπορεί, μόλις αγναντέψει κάποιον, να τον ερωτευτεί, και μόλις απαντήσει κάποιον άλλο, να ξαπολύκει τον πρώτο και μονοστιγμίς να ερωτευτεί το δεύτερο. Ό,τι έχει μέσα της το βγάζει, στο φόρο, ή, καλλίτερα, βγαίνει μονάχο του, άθελα. Ό,τι στοχάζεται, το λέει, δεν κρύβει τίποτα. Δεν ξέρει καλά καλά τι λέει και τι φτειάνει, δεν ορίζει τον εαυτό της. Είναι της στιγμής, και στη στιγμή παθαίνεται, ακράτητη, Και δεν ντρέπεται, δειλή δεν είναι. Και δεν υποψιάζεται μην τύχει κι ο αντικρυνός της την κρίνει, ακόμα λιγώτερο μην πάει και την κατακρίνει. Άμα της το πεις πως την κρίνουν έτσι για αλλοιώς, θα φανεί σα να ξυπνά εκείνη τη στιγμή. θα σκοτιστεί λιγάκι, θα συλλογιστεί και θα πει: «Και τι με νοιάζει εμένα;». Κ’ ευτύς θα ξαναπιάσει τις ομιλίες, θα λέει, θα ρωτά, θα ξεχύνει τα σωτικά της στον καθένα. Λέει και είναι σα να μη συλλογίζεται ολότελα τι θα πει. Τα λόγια της έρχονται κουτρουβαλιαστά το ένα πάνου στ’ άλλο, σα να μην έβγαιναν από κεφάλι, μα από μηχανή. Είναι όμως ζωντανά τα λόγια της, γιατί είναι ζωντανή κι αυτή η ίδια, καίει, βράζει, θερμαίνεται, παθαίνεται και σε αφαρπάζει. Η Ρώσσα δεν έχει πήξει ακόμα. Αμέσως έπειτα είδα την Ελληνίδα. Τα φούμαρα έχουν από καιρό ξεθυμαίνει. Δεν είναι μάζα, είναι μορφή, και οι γραμμές της είναι ξεκομμένες, ζωγραφιστές. Ο σκελετός της είναι ξετελειωμένος, και η Ελληνίδα είναι πηγμένη. Ζει βέβαια κι αυτή, και ίσως καίει, μα καίει όμορφα, σαν το λυχνάρι, όχι σαν την τρελλή τη φωτιά. Μετρημένη σ’ όλα, λογαριάζει, το τ ι θα πει, το π ώ ς θα το πει, το γ ι α τ ί θα το πει, το π ό τ ε θα το πει. Θα ερωτευτεί α φ ο ύ λογαριάσει και της έρθει στο λογαριασμό ο άντρας που απαντά. Πάντα ορίζει τον εαυτό της, και στις τρέλλες της ακόμα. Ζουμερή δεν είναι, είναι ξερή. Η δροσιά της είναι η χάρη της, ενώ της άλλης η δροσεράδα είναι το ασυλλόγιστο και σύγκαιρα στοχαστικό της σκέψης. Μπορεί και η Ελληνίδα, να μην είναι πάντα δειλή, μα πάντα κρύβει τη σκέψη της, δε βγάζει από τα σωτικά της ό,τι και νάναι. Και την κρίση του αντικρυνού της τη φοβάται. Όλα είναι πιο κατακαθισμένα μέσα της, τίποτα δε μνήσκει στην επιφάνεια, παρά μονάχα η χάρη της, ― η μορφή, ― γιατί η μορφή είναι το παν, η σκέψη δε σημαίνει τίποτα. Και μονομιάς, σα φως, ένοιωσα το χάσμα που μας χωρίζει από τ’ άλλα έθνη, προ πάντων τα βορεινά (γιατί με τους νότιους θάχουμε, δε γίνεται,...