
* Ο κ. Πλάτων Τήνιος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Η εισαγωγή του ΕΚΑΣ είχε βασιστεί σε δική του εισήγηση προς τον τότε πρωθυπουργό Κ. Σημίτη.
Στο θέμα «σταδιακή κατάργηση ΕΚΑΣ» υπάρχουν λοιπόν δύο αναγνώσεις...
Η κυβέρνηση εξηγεί την απόρριψη των ιδεών που της παραδόθηκαν επειδή «καταργείται το ΕΚΑΣ». Πράγματι, γίνεται λόγος για «σταδιακή κατάργησή» του (gradual phasing out). Ομως, στο ίδιο κείμενο, άλλη πρόταση των δανειστών με υπότιτλο «Αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης» προβλέπει τη συνολική επανεξέταση των στοχευμένων προνοιακών μέτρων (comprehensive Social Welfare Review), οικοδομημένη γύρω από το εγγυημένο εισόδημα. Η πρόταση αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί τον Ιανουάριο 2016 και προφανώς δεν αποκλείει τους ηλικιωμένους.
Διαβάζοντας τις δύο προτάσεις μαζί, μήπως εννοούν οι δανειστές όχι τη «σταδιακή κατάργηση» του ΕΚΑΣ, αλλά τη «σταδιακή αντικατάστασή» του από άλλα εργαλεία αντίστοιχης στόχευσης, πλην ευρύτερης εμβέλειας; Μήπως ανησυχούμε για την τύχη ενός επιδόματος, ενώ θα έπρεπε να ανησυχούμε για τις τύχες των φτωχών δικαιούχων του; Μήπως, δηλαδή, οι σκοποί του ΕΚΑΣ μπορούν να εξυπηρετούνται σήμερα με άλλους καλύτερους τρόπους;
Το ΕΚΑΣ προτάθηκε το 1996 για να απαντήσει σε γνώριμο δίλημμα: Πώς προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι (που είχαν χάσει 25% του εισοδήματός τους) χωρίς να ανατραπεί η δημοσιονομική προσαρμογή; Η λύση ήταν η ιδέα της επικέντρωσης με κανόνες. Σαφή κριτήρια απέδιδαν προτεραιότητα σε κάποιους. Τα ίδια κριτήρια εξηγούσαν την ανάγκη κατανόησης και υπομονής στους υπόλοιπους.
Η ιδέα έμοιαζε ανεφάρμοστη και απαράδεκτη. Η κριτική εστίαζε στο ότι παρακάμφθηκε η παραδοσιακή λύση της κατώτατης σύνταξης. Ομως, η επιμονή της κυβέρνησης Σημίτη, αλλά και το καλό σχέδιο εφαρμογής, εμπέδωσαν το ΕΚΑΣ ως τμήμα της κοινωνικής προστασίας.
Είκοσι χρόνια μετά, η συγκυρία θυμίζει το 1996. Οπως και τότε, υπάρχουν περιορισμένοι πόροι. Εμφανίζονται νέες ανάγκες (π.χ. φτώχεια των οικογενειών με παιδιά), χωρίς όμως να απομακρυνθούν οι παλιές.
Το σύστημα, όπως και τότε, είναι ανεπαρκές. Ο προϋπολογισμός χρηματοδοτεί πλήθος μέτρων για τη φτώχεια, ειδικά των συνταξιούχων: τα κατώτατα όρια, το ΕΚΑΣ, η βασική σύνταξη του ν. 3863/10. Πλαισιώθηκαν κατά καιρούς από: το έκτακτο επίδομα αλληλεγγύης, το πιλοτικό εγγυημένο εισόδημα, τα εφάπαξ μέτρα της «ανθρωπιστικής κρίσης». Επαναλαμβάνεται, δηλαδή, το φαινόμενο της πολυνομίας και του κατακερματισμού. Η πρόνοια συγχέεται με την ασφάλιση. Η ίδια ανάγκη επιχορηγείται από πολλές πλευρές. Η ανάγκη του συνταξιούχου μετράει περισσότερο από την ανάγκη της οικογένειας με παιδιά.
Ποια είναι η έκταση του προβλήματος; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε, αφού τα μέσα καταγραφής περιλαμβάνουν μόνο συνταξιούχους – λες και άλλοι δεν έχουν ανάγκη. Πίσω από το πέπλο άγνοιας κρύβεται κουρελού ασυντόνιστων παροχών.
Στη σημερινή συγκυρία, η αφαίρεση προστασίας από ηλικιωμένους συνταξιούχους ΕΚΑΣ θα ήταν όντως προκλητική ενέργεια. Ομως, όποιος καταλαβαίνει από κοινωνική πολιτική γνωρίζει ότι η αντικατάσταση ενός επιδόματος από κάτι άλλο, μπορεί ακόμη και να βελτιώσει τη θέση των δικαιούχων.
Στο θέμα «σταδιακή κατάργηση ΕΚΑΣ» υπάρχουν λοιπόν δύο αναγνώσεις.
Η εποικοδομητική: Συζητάμε σοβαρά για τη φτώχεια. Χρειαζόμαστε ένα σύστημα με κανόνες. Σε ένα τέτοιο σύστημα, η διατήρηση της προστασίας είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Απαιτείται μάχη –με στοιχεία και επιχειρήματα– προκειμένου να μη μειωθεί το εισόδημα κανενός δικαιούχου του ΕΚΑΣ. Αλλά, παράλληλα, να εξεταστούν και οι ανάγκες άλλων.
Η συγκρουσιακή: Αρνούμαστε τη συζήτηση. Οι συντάξεις πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά από την πρόνοια, η οποία δεν είναι δουλειά των δανειστών. Το κείμενο, άρα, αποτελεί προκλητική και αναίτια επίθεση εναντίον των φτωχών δικαιούχων του ΕΚΑΣ.
Το ποια ανάγνωση εννοούσαν οι εταίροι, ίσως να είχε προκύψει αν τους είχαμε ρωτήσει. Το ποια ανάγνωση προκρίνουμε εμείς, δεν είναι θέμα φιλολογικής ανάλυσης, αλλά της δικής μας στάσης στο πιο βασικό ερώτημα: Επιθυμούμε την κοινωνική προστασία ή, μήπως, προτιμούμε τη ρήξη;
Διαβάζοντας τις δύο προτάσεις μαζί, μήπως εννοούν οι δανειστές όχι τη «σταδιακή κατάργηση» του ΕΚΑΣ, αλλά τη «σταδιακή αντικατάστασή» του από άλλα εργαλεία αντίστοιχης στόχευσης, πλην ευρύτερης εμβέλειας; Μήπως ανησυχούμε για την τύχη ενός επιδόματος, ενώ θα έπρεπε να ανησυχούμε για τις τύχες των φτωχών δικαιούχων του; Μήπως, δηλαδή, οι σκοποί του ΕΚΑΣ μπορούν να εξυπηρετούνται σήμερα με άλλους καλύτερους τρόπους;
Το ΕΚΑΣ προτάθηκε το 1996 για να απαντήσει σε γνώριμο δίλημμα: Πώς προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι (που είχαν χάσει 25% του εισοδήματός τους) χωρίς να ανατραπεί η δημοσιονομική προσαρμογή; Η λύση ήταν η ιδέα της επικέντρωσης με κανόνες. Σαφή κριτήρια απέδιδαν προτεραιότητα σε κάποιους. Τα ίδια κριτήρια εξηγούσαν την ανάγκη κατανόησης και υπομονής στους υπόλοιπους.
Η ιδέα έμοιαζε ανεφάρμοστη και απαράδεκτη. Η κριτική εστίαζε στο ότι παρακάμφθηκε η παραδοσιακή λύση της κατώτατης σύνταξης. Ομως, η επιμονή της κυβέρνησης Σημίτη, αλλά και το καλό σχέδιο εφαρμογής, εμπέδωσαν το ΕΚΑΣ ως τμήμα της κοινωνικής προστασίας.
Είκοσι χρόνια μετά, η συγκυρία θυμίζει το 1996. Οπως και τότε, υπάρχουν περιορισμένοι πόροι. Εμφανίζονται νέες ανάγκες (π.χ. φτώχεια των οικογενειών με παιδιά), χωρίς όμως να απομακρυνθούν οι παλιές.
Το σύστημα, όπως και τότε, είναι ανεπαρκές. Ο προϋπολογισμός χρηματοδοτεί πλήθος μέτρων για τη φτώχεια, ειδικά των συνταξιούχων: τα κατώτατα όρια, το ΕΚΑΣ, η βασική σύνταξη του ν. 3863/10. Πλαισιώθηκαν κατά καιρούς από: το έκτακτο επίδομα αλληλεγγύης, το πιλοτικό εγγυημένο εισόδημα, τα εφάπαξ μέτρα της «ανθρωπιστικής κρίσης». Επαναλαμβάνεται, δηλαδή, το φαινόμενο της πολυνομίας και του κατακερματισμού. Η πρόνοια συγχέεται με την ασφάλιση. Η ίδια ανάγκη επιχορηγείται από πολλές πλευρές. Η ανάγκη του συνταξιούχου μετράει περισσότερο από την ανάγκη της οικογένειας με παιδιά.
Ποια είναι η έκταση του προβλήματος; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε, αφού τα μέσα καταγραφής περιλαμβάνουν μόνο συνταξιούχους – λες και άλλοι δεν έχουν ανάγκη. Πίσω από το πέπλο άγνοιας κρύβεται κουρελού ασυντόνιστων παροχών.
Στη σημερινή συγκυρία, η αφαίρεση προστασίας από ηλικιωμένους συνταξιούχους ΕΚΑΣ θα ήταν όντως προκλητική ενέργεια. Ομως, όποιος καταλαβαίνει από κοινωνική πολιτική γνωρίζει ότι η αντικατάσταση ενός επιδόματος από κάτι άλλο, μπορεί ακόμη και να βελτιώσει τη θέση των δικαιούχων.
Στο θέμα «σταδιακή κατάργηση ΕΚΑΣ» υπάρχουν λοιπόν δύο αναγνώσεις.
Η εποικοδομητική: Συζητάμε σοβαρά για τη φτώχεια. Χρειαζόμαστε ένα σύστημα με κανόνες. Σε ένα τέτοιο σύστημα, η διατήρηση της προστασίας είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Απαιτείται μάχη –με στοιχεία και επιχειρήματα– προκειμένου να μη μειωθεί το εισόδημα κανενός δικαιούχου του ΕΚΑΣ. Αλλά, παράλληλα, να εξεταστούν και οι ανάγκες άλλων.
Η συγκρουσιακή: Αρνούμαστε τη συζήτηση. Οι συντάξεις πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά από την πρόνοια, η οποία δεν είναι δουλειά των δανειστών. Το κείμενο, άρα, αποτελεί προκλητική και αναίτια επίθεση εναντίον των φτωχών δικαιούχων του ΕΚΑΣ.
Το ποια ανάγνωση εννοούσαν οι εταίροι, ίσως να είχε προκύψει αν τους είχαμε ρωτήσει. Το ποια ανάγνωση προκρίνουμε εμείς, δεν είναι θέμα φιλολογικής ανάλυσης, αλλά της δικής μας στάσης στο πιο βασικό ερώτημα: Επιθυμούμε την κοινωνική προστασία ή, μήπως, προτιμούμε τη ρήξη;