Εθνικισμός
Ο Εθνικισμός είναι πολιτική ίδεολογία που υποστηρίζει την ιδέα της εθνικής ταυτότητας για μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, τη διατήρηση της ανωτερότητας της ταυτότητας αυτής και των ξεχωριστών χαρακτηριστικών των ατόμων ενός έθνους.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η έννοια του εθνικισμού, ορίζεται ως εξής: Ο εθνικισμός είναι η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη τα οποία θεωρεί κατώτερα (πρβ. Σοβινισμός).
Έχει -μαζί με άλλες- μια βασική και ουσιαστική διαφορά από την έννοια «πατριωτισμός» σε τούτο: Ο πατριωτισμός, ορίζεται ως η αγάπη για την πατρίδα η οποία αναπτύσσεται χωρίς καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους (εθνισμός, πατριωτισμός), σε αντίθεση με τον εθνικισμό, ο οποίος δομείται στη βάση της θεώρησης "ανώτερο/κατώτερο έθνος".
Από πολιτική άποψη, ο εθνικισμός αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο η γέννηση του οποίου εντοπίζεται κατά το 19ο κυρίως αι. Τότε ο εθνικισμός και αναγνώριζε και αποδεχόταν τις εθνικές διαφορές και ιδιομορφίες ως βάση για τη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κοινοτήτων!
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές ο εθνικισμός είναι «η επίκληση της εθνικής ταυτότητας σαν βάση για μαζική κινητοποίηση και δράση».
Η σημερινή χρήση της λέξης Εθνικισμός αναφέρεται στον εθνικό ή θρησκευτικό εθνικισμό. Ωστόσο, οι πολιτικοί επιστήμονες τείνουν να ερευνούν ακραίες μορφές εθνικισμού που σχετίζονται με στρατιωτικά ή αποσχισματικά καθεστώτα.
Ο εθνικισμός ως όρος & ιδεολογία στη Πολιτική Επιστήμη
Γεωγραφικά διακριτές κοινωνίες
Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για ανθρώπους που δημιούργησαν ευρείες και γεωγραφικά διακριτές κοινωνίες από την αυγή κιόλας του πολιτισμού. Γραπτά τεκμήρια των Σουμερίων, ενός πολιτισμού που άνθησε στην περιοχή του Τίγρη και του Εύράτη περίπου 2500 π.Χ., μαρτυρούν απόψεις που διαφοροποιούσαν εκείνους που προέρχονταν από τη σουμερικά «σπορά», «των αδελφών των υιών του Σουμέρ», από ξένους και αλλοφύλους. Οι Αίγύπτιοι κατά το 16ο αιώνα π.Χ. διαχώριζαν σαφώς τον εαυτό τους από τους «Ασιατικούς» στα ανατολικά και τους Νούβιους στα νότια.
Ο Πλάτων καί ό Άριστοτέλης διαχώριζαν τους ανθρώπους σε Έλληνες και Βαρβάρους. Ο όρος «Βάρβαρος», ως συλλογικός προσδιορισμός, αφορμάται από τις ακατάληπτες (φωνητικό ρέκασμα βρ..βρρ) για τους Έλληνες γλώσσες που μιλούσαν οι λαοί της Μικράς Ασίας. Μετά τους Περσικούς πολέμους ο ορος αυτός απέκτησε ένα υποτιμητικό νόημα που κρατάει μέχρι και σήμερα.
Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία