Δρ Ιωάννης Παρίσης, Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Κρήτης, Πρόεδρος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων
Δρ Σπυρίδων Κατσούλας, Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Reading, συνεργάτης της Έδρας «Θουκυδίδης» ΓΕΕΘΑ-Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Μέλος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων.
Η περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ έχει καταστεί ένα από τα πλέον επικίνδυνα σημεία ανάφλεξης, που θα μπορούσε να οδηγήσει όχι μόνο σε ένα νέο πόλεμο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας αλλά και στην εμπλοκή μεγαλυτέρων δυνάμεων, όπως η Ρωσία και η Τουρκία. Μια σύγκρουση που ξεκίνησε αμέσως μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, συνεχίζει να διατηρεί σε συνεχή ένταση και αντιπαράθεση τις δύο πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Το 1994, μετά από έναν εξαετή αιματηρό πόλεμο, το Αζερμπαϊτζάν ουσιαστικά απώλεσε την περιοχή, η οποία έκτοτε βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Αρμενίας.
Στις 2 Απριλίου 2016, στρατιωτικές δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν επιτέθηκαν κατά των αρμενικών δυνάμεων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Υπήρξαν νεκροί και τραυματίες – στρατιωτικοί και άμαχοι. Παρά το γεγονός ότι το Αζερμπαϊτζάν και οι αρχές του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ανακοίνωσαν ότι κατέληξαν σε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός ύστερα από τέσσερις ημέρες σφοδρών εχθροπραξιών, το ερώτημα παραμένει: τι σημαίνει αυτή η κρίση για την περιοχή και που μπορεί να οδηγήσει η συνεχιζόμενη κλιμάκωση;
Τυχόν εμπλοκή της Ρωσίας (με την πλευρά της Αρμενίας) και της Τουρκίας (με την πλευρά του Αζερμπαϊτζάν) θα οδηγούσε σε ευρύτερη αντιπαράθεση, απειλώντας την σταθερότητα στην περιοχή του Νοτίου Καυκάσου. Δεν θα πρέπει επίσης να αγνοούνται οι γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, κυρίως ο παράγοντας της ενέργειας που φυσικά εισάγει στοιχεία ευρύτερου ενδιαφέροντος.
Το γεωπολιτικό παζλ του Καυκάσου
Μια πανσπερμία λαών και εθνικών ομάδων, με διαφορετικές θρησκείες και γλώσσες, απλώνεται ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία Θάλασσα. Ειδικότερα, βόρεια της οροσειράς του Καυκάσου, όπου βρίσκονται και τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας με τα νέα κράτη (πρώην σοβιετικές δημοκρατίες) της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν, ζουν τουλάχιστον οκτώ μικρές εθνικές ομάδες, στην πλειονότητά τους μουσουλμανικού θρησκεύματος. Ανάμεσά τους η Οσετία, με ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό, της οποίας το βόρειο τμήμα (Βόρεια Οσετία) ανήκει στη Ρωσία, ενώ το νότιο (Νότια Οσετία) ανήκει – ή μάλλον ανήκε – στη Γεωργία. Νοτίως της οροσειράς του Καυκάσου οι τρεις νέες δημοκρατίες του Αζερμπαϊτζάν, της Αρμενίας και της Γεωργίας, με διαφορετική εθνοτική σύνθεση, διαφορετικά θρησκεύματα και γλώσσες και διαφορετικές εξωτερικές εξαρτήσεις. Αν σ’ αυτό προστεθεί και το γεγονός ότι από την περιοχή διέρχονται κύριοι αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου που διοχετεύουν ενέργεια από τις πετρελαιοπηγές της Κασπίας στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου, έχουμε μία εικόνα του γεωπολιτικού παζλ που χαρακτηρίζει την περιοχή.
Η πολεμική σύρραξη μεταξύ Ρώσων και Τσετσένων αποτέλεσε την πλέον αιματηρή αντιπαράθεση στην περιοχή κατά τα τελευταία χρόνια. Νοτιότερα, στο εσωτερικό της Γεωργίας εκδηλώνονται από το 1991, αποσχιστικές τάσεις από την πλευρά της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσσετίας, που έχουν την υποστήριξη της Μόσχας. Έκτοτε υπήρξαν σποραδικές συγκρούσεις, παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών, ειρηνευτικές διαδικασίες, εγκατάσταση ρωσικών ειρηνευτικών δυνάμεων. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε η αμερικανική διείσδυση στη Γεωργία.
Εθνικές και γλωσσικές ομάδες στον Καύκασο
Η περιοχή παρουσιάζει επίσης έντονους θρησκευτικούς διαχωρισμούς. Περίπου 80% των Αζέρων ανήκουν στο Σιϊτικό Ισλάμ καθώς και αρκετοί Νταγκεστανοί. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Νταγκεστάν είναι Σουνίτες, όπως επίσης οι Τσετσένοι και οι Ινγκουσέτοι, οι Κιρκάσιοι, περίπου το 20% του πληθυσμού της Οσετίας και το 35% της Απχαζίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας και η Εκκλησία των Μονοφυσιτών της Αρμενίας είναι από τις παλαιότερες οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες στον κόσμο. Επίσης Ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι η πλειονότητα του πληθυσμού της Οσετίας όπως είναι και ο σλαβικός πληθυσμός της περιοχής. Υπάρχουν επίσης μικρές κοινότητες Εβραίων στο Αζερμπαϊτζάν και το Νταγκεστάν.
Η στρατηγική κατάσταση στην περιοχή του Καυκάσου διαμορφώνεται και επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η περιφερειακή αστάθεια, ο ισλαμικός ριζοσπαστισμός, η εκτεταμένη εγκληματικότητα, και οι στρατηγικοί πόροι. Οι παράγοντες αυτοί έχουν καταστήσει την περιοχή το μήλο της έριδος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες έχουν επεξεργασθεί και αναπτύξει σημαντικές πολιτικές στη βάση επιδίωξης εκατέρωθεν συμφερόντων[1], στο πλαίσιο ενός «Νέου Μεγάλου Παιχνιδιού». Το «Μεγάλο Παιχνίδι» (“Great Game”), είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από παλιά για να περιγράψει τον ανταγωνισμό και τη στρατηγική σύγκρουση μεταξύ της Βρετανικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας για την κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. Σήμερα το «Νέο Μεγάλο Παιχνίδι» (“New Great Game”) αναφέρεται στον ανταγωνισμό μεταξύ Κίνας, Γερμανίας, Ινδίας, Ιαπωνίας, Ρωσίας, Νότιας Κορέας, Πακιστάν, Ηνωμένου Βασιλείου και Ηνωμένων Πολιτειών για την εξασφάλιση μακροπρόθεσμα αξιόπιστης πρόσβασης στις πηγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, μέσω της κατασκευής αγωγών στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.
Η Ρωσία είναι προφανές ότι έχει τα δικά της συμφέροντα και επιδιώξεις στην περιοχή. Εκτός από την προσπάθεια ελέγχου των ενεργειακών πρώτων υλών, στρατηγική της επιδίωξη αποτελεί η αποφυγή της στρατηγικής περικύκλωσής της από το ΝΑΤΟ, μέσω της ενδεχόμενης ένταξης στην Ατλαντική Συμμαχία της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Η σύρραξη του Αυγούστου 2008 στη Γεωργία έδωσε, μεταξύ των άλλων, το μήνυμα της Ρωσίας για την απόφασή της να αντιδράσει δυναμικά σε περιπτώσεις που θα τίθεντο σε κίνδυνο τα στρατηγικά της συμφέροντα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν από ετών να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες για την προώθηση πολιτικών που θα μείωναν την επίδραση της Ρωσίας στην περιοχή και θα προωθούσαν την κυριαρχία των νέων ανεξαρτήτων κρατών στον πρώην σοβιετικό χώρο. Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκουν την παράκαμψη της Ρωσίας με την κατασκευή αγωγών από το Αζερμπαϊτζάν, μέσω της Γεωργίας και της Τουρκίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει από ετών ειδικές σχέσεις τόσο με τη Ρωσία όσο και με τις λοιπές χώρες της περιοχής της ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου. Σημαντική είναι η πρωτοβουλία τηςΕυρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας (European Neighborhood Policy – ΕΝΡ), μέσω της οποίας προσκαλούνται οι γείτονες της ΕΕ, στην Ανατολή και στο Νότο, να συμμετάσχουν στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευμάρεια που απολαμβάνουν οι λαοί της Ένωσης. Οι τρεις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες του Νοτίου Καυκάσου συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτή την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. Στο νότο του Καυκάσου, το Ιράν και ηΤουρκία επιδιώκουν να εξασφαλίσουν στρατηγική επιρροή, ελέγχοντας μεταξύ των άλλων τη διέλευση της ενέργειας.
Η Ενέργεια κατέστη κύριος παράγοντας των σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία κέρδισε σημαντικά έσοδα από τον τεράστιο πλούτο που διαθέτει σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Οι πόροι αυτοί της δίνουν, επίσης, δυνατότητες διπλωματικών ελιγμών προς τις γειτονικές της χώρες και εκείνες που προμηθεύονται ενεργειακές πρώτες ύλες, στις οποίες κυρίως περιλαμβάνονται μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η περιοχή της Κασπίας, μετά την ανακάλυψη των τεράστιων ενεργειακών κοιτασμάτων που διαθέτει, έχει αναδειχθεί σε περιοχή μεγάλου γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος. Οι χώρες που την περιβάλλουν διαθέτουν ενεργειακούς πόρους αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και χώρους διέλευσης των αγωγών μεταφοράς της ενέργειας. Η περιοχή της Κασπίας αποτελεί, εδώ και αρκετά χρόνια, χώρο έντονου ανταγωνισμού, καθώς στη μάχη εμπλέκονται όχι μόνο οι παράκτιες χώρες Ρωσία, Ιράν, Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν και Τουρκμενιστάν, αλλά και οι μαζικές Δυτικές επενδύσεις που βρίσκονται πίσω απ’ αυτές, και ενδιαφέρονται να αποκτήσουν πρόσβαση στους υδρογονάνθρακες της περιοχής. Η Κασπία αποτελεί τη μεγαλύτερη στον κόσμο κλειστή θάλασσα, με επιφάνεια 143.244 τετραγ. μίλια., την οποία μάλιστα η Σύμβαση του ΟΗΕ του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας την ορίζει ως «ειδική εσωτερική θάλασσα».
Η διανομή της Κασπίας μεταξύ των παράκτιων χωρών παραμένει ένα πρόβλημα που δεν έχει βρει τη λύση του, δεκαέξι χρόνια μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Το θέμα έχει αποκτήσει πρόσθετη σημασία λόγω της αξίας του υπεδάφους της υποθαλάσσιας περιοχής, το οποίο η τότε Σοβιετική Ένωση δεν είχε μεγάλη δυνατότητα να το εκμεταλλευτεί.
Η επέμβαση της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008, θα πρέπει να θεωρηθεί όχι απλά ως μια στρατιωτική επιτυχία – η οποία, λαμβανομένης υπόψη της αναλογίας ισχύος ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη – αλλά ως επίδειξη ισχύος και προβολή πολιτικών προθέσεων. Από στρατιωτικής πλευράς, με την εισβολή ο Πούτιν αποκατέστησε την αξιοπιστία του ρωσικού στρατού. Από οικονομικής άποψης, η Ρωσία απέδειξε τη σημασία της ως εξαγωγέα ενέργειας κυρίως προς τις χώρες της ΕΕ. Μπορούμε να πούμε ότι οι Ευρωπαίοι έχουν περισσότερο ανάγκη τη Ρωσία, απ’ ότι η Ρωσία την Ευρώπη. Από πολιτική άποψη, οι Αμερικανοί χρειάζονται περισσότερο τη Ρωσία από ότι οι Ρώσοι αυτούς, ακριβώς λόγω των στρατηγικών ενδιαφερόντων των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή (Μέση Ανατολή, Νότια και Κεντρική Ασία). Είναι προφανές ότι η ισορροπία ισχύος στην ευρασιατική περιοχή έχει διαφοροποιηθεί και η μετατόπιση ισχύος που έχει συντελεστεί τελευταίως προς την πλευρά της Ρωσίας εκδηλώθηκε κατά την κρίση στη Νότια Οσετία, με αρκετά έντονο τρόπο και επιβεβαιώθηκε με την προσφατη προσάρτηση της Κριμέας.
Η παρακολούθηση του αγώνα μεταξύ Ρωσίας, Ιράν, Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών για τους δρόμους που θα ακολουθούν οι αγωγοί του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας, δίνει μια καλή εντύπωση για το πώς διαμορφώνεται η μελλοντική παγκόσμια γεωπολιτική τάξη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα επιθυμούν να αποκτήσουν αυτούς τους πόρους. Το Ιράν και η Ρωσία επιθυμούν το πέρασμα των αγωγών μέσω του εδάφους τους προκειμένου να εισπράττουν δασμούς διέλευσης και να χρησιμοποιούν τους πόρους ως εργαλεία πολιτικής. Για κάθε χώρα, ο έλεγχος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της περιοχής αποτελεί ζωτικό στοιχείο υψηλής στρατηγικής.
Οι ενδεχόμενες επεκτάσεις της αντιπαράθεσης
Στον Νότιο Καύκασο, κατά τρόπο ειρωνικό, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσε την θέση του στις «παγωμένες» συγκρούσεις, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζονται οι διενέξεις εκείνες κατά τις οποίες, ναι μεν έχουν παύσει οι ένοπλες συγκρούσεις, δεν έχει όμως ακόμα βρεθεί ικανοποιητική πολιτική λύση. Μια τέτοια «παγωμένη» σύγκρουση αποτελεί η αντιπαράθεση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για την περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ο όρος «παγωμένες συγκρούσεις» συνοδεύει τρεις περιοχές στον Νότιο Καύκασο: την Αμπχαζία, την Οσσετία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Το πρόβλημα με τις «παγωμένες» συγκρούσεις είναι ότι δεν καθόλου δύσκολο να… ξεπαγώσουν και οι εχθροπραξίες να ξαναρχίσουν, έστω και προσωρινά.
Η διαμάχη για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ χρονολογείται από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, όταν οι Αρμένιοι, που ήταν η πλειοψηφία στην περιοχή αυτή του νεοσύστατου τότε κράτους του Αζερμπαϊτζάν αποσπάστηκαν από τη χώρα αυτή και κήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Αυτό οδήγησε σε έναν πόλεμο μεταξύ των Αρμενίων της περιοχής – με την υποστήριξη της Αρμενίας – και του Αζερμπαϊτζάν, που είχε ως αποτέλεσμα μια σαφή αρμενική νίκη και την απόσχιση (που όμως δεν αναγνωρίζεται διεθνώς) του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Από τότε, η Αρμενία συνέχισε να υποστηρίζει το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ενώ υπήρξαν συχνές συγκρούσεις κατά μήκος των συνόρων όπου υπάρχει έντονη στρατιωτική παρουσία από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Η κατάσταση αυτή είχε ως κατάληξη τις πρόσφατες συγκρούσεις που ήταν οι πιο σοβαρές στην περιοχή αυτή τα τελευταία χρόνια, απειλώντας να εξελιχθούν σε μια πλήρους κλίμακας σύρραξη, για την οποία και οι δύο πλευρές έχουν προετοιμαστεί κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε η είδηση της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο Καραμπάχ επικράτησε η άποψη ότι αυτή είναι η χειρότερη αναζωπύρωση της σύγκρουσης από την εκεχειρία του 1994. Αυτή, όμως, δεν ήταν η πρώτη φορά που συγκρούονται οι δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν με τους αυτονομιστές του Ναγκόρνο Καραμπάχ, στις δύο δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από τότε. Την πρώτη δεκαετία (1994-2003) καταγράφτηκαν μικρής έκτασης αψιμαχίες, στοιχίζοντας τη ζωή σε συνολικά 19 στρατιώτες. Την δεύτερη δεκαετία (2003-2014) τα πράγματα χειροτέρεψαν, με 64 στρατιώτες και 8 πολίτες να χάνουν την ζωή τους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 2015, όπου μέσα σε μια χρονιά σκοτώθηκαν 56 στρατιώτες και 3 πολίτες. Σύμφωνα με τις επίσημες πηγές στον ολιγοήμερο πόλεμο του Απριλίου, 129 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους – 88 Αρμένιοι και 31 Αζέροι στρατιώτες και 10 πολίτες και από τις δύο πλευρές. Άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των Αζέρων πεσόντων στους 93. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η σύγκρουση “ξεπαγώνει” με αργό αλλά σταθερό ρυθμό και με επικίνδυνες προεκτάσεις.
Για το Αζερμπαϊτζάν, η απώλεια του Ναγκόρνο Καραμπάχ το 1994 συνιστά μια ταπείνωση για την οποία αισθάνεται την ανάγκη εκδίκησης. Αυτό είναι κάτι που αποτελεί γνώμονα των πολιτικών του στην περιοχή τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Δεδομένου ότι η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο αντιπάλων έχει μετατοπιστεί εις βάρος της Αρμενίας, στο Αζερμπαϊτζάν αυξάνονται οι φωνές για τη χρησιμοποίηση βίας προκειμένου να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος. Η άνοδος της ισχύος του Αζερμπαϊτζάν είναι το αποτέλεσμα της ταχείας επέκτασης της βιομηχανίας φυσικού αερίου και πετρελαίου της χώρας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, που επέτρεψε την οικονομική ανάπτυξή του έναντι της Αρμενίας. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε σε μαζικές αμυντικές επενδύσεις τα τελευταία χρόνια, δίνοντας τη δυνατότητα στη χώρα να μετατοπίσει σε σημαντικό βαθμό τη στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων στον Νότιο Καύκασο. Καθώς έχει αυξηθεί η δύναμη του Αζερμπαϊτζάν, η κυβέρνησή του έχει εντείνει την πίεση προς την Αρμενία ενώ έχει υποσχεθεί στους πολίτες της ότι θα κάνει τα πάντα για να ανακτήσει το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ακόμη και με τη χρήση βίας αν απαιτηθεί.
Το πρώτο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι το Αζερμπαϊτζάν, η πλευρά, δηλαδή, που είναι δυσαρεστημένη με το status quo και επιθυμεί την ανατροπή του, έχει αποκτήσει πλέον σαφή στρατιωτική υπεροχή και είναι πρόθυμη να την χρησιμοποιήσει. Το Μπακού έχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια μεγάλο μέρος από τα κέρδη από τις εξαγωγές πετρελαίου της Κασπίας σε νέους εξοπλισμούς με σαφή επιθετικό προσανατολισμό, όπως άρματα μάχης, πυραυλικά συστήματα και μη επανδρωμένα εναέρια συστήματα. Το 2015 οι αμυντικές δαπάνες του Αζερμπαϊτζάν έφτασαν στα 3.6 δισεκατομμύρια δολάρια—εφτά φορές μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες της Αρμενίας. Το Μπακού δεν αρκείται πλέον σε συμβολικές επιθέσεις που υπενθυμίζουν στην Αρμενία ότι δεν συμφωνεί με το status quo. Η ειδοποιός διαφορά του τελευταίου πολέμου με τις συγκρούσεις των προηγούμενων δεκαετιών είναι η ευρεία χρήση πιο εξελιγμένων επιθετικών όπλων και οι εκτεταμένες επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές.
Φυσικά, δεν είναι οι αμυντικές δαπάνες και τα όπλα που οδηγούν σε πόλεμο. Τα αίτια είναι βαθύτερα και ο συμβιβασμός, όπως σε όλες τις παρατεταμένες συγκρούσεις, μοιάζει αδύνατος. Το Αζερμπαϊτζάν δεν μπορεί να συμβιβαστεί στην ιδέα ότι το 20% της εδαφικής επικράτειας του έχει ουσιαστικά αποσχιστεί. Η εμπρηστική ρητορική του Αζέρου Προέδρου Ιλχάμ Αλίγιεφ κάνει την εξεύρεση συμβιβαστικής διπλωματικής λύσης ακόμα πιο δύσκολη υπόθεση. Η δε Αρμενία δεν μπορεί να συμφωνήσει στην επιστροφή εδαφών τα οποία—πλέον—κατοικούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από Αρμένιους και που ταυτόχρονα τριπλασιάζουν την δική της σχετικά μικρή έκταση με φυσικά οχυρωμένες, στρατηγικές και δύσκολο να κατακτηθούν περιοχές.
Το δεύτερο ανησυχητικό στοιχείο είναι η έλλειψη σημαντικού ερείσματος του διεθνούς παράγοντα στις δύο χώρες του Νότιου Καυκάσου. Ο πόλεμος κλιμακώθηκε γρήγορα και ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά αυξημένων επεισοδιών τους τελευταίους μήνες. Αυτό που έγινε σαφές εξαρχής, από την άλλη, ήταν ότι η αντιπαράθεση Ρωσίας-Τουρκίας φάνηκε να μεταφέρεται και στον Νότιο Καύκασο με την Άγκυρα να παίρνει όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω των ιστορικών δεσμών των δύο χωρών, σαφή θέση υπέρ του Αζερμπαϊτζάν, “μέχρι το τέλος του κόσμου,” όπως ανέφερε ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου. Παρόλα αυτά, δεδομένων των πολλών προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η Τουρκία, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η υποστήριξη της θα ξεπεράσει το διακηρυκτικό επίπεδο.
Από την άλλη πλευρά, η Μόσχα υποπτεύεται την Τουρκία ως ενθαρρύνουσα το Αζερμπαϊτζάν στην πρόσφατη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έχει τελευταίως περιλάβει το Μπακού ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της Μόσχας στην εν εξελίξει σύγκρουση με τη Συρία και τους Κούρδους. Τουρκικά λόμπυ στην Ουάσιγκτον προσπαθούν να επηρεάσουν την αμερικανική πολιτική στην περιοχή υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία εξοπλίζει την Αρμενία με σκοπό να απειλήσει το ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία μπορεί θεωρητικά να έχει τη μεγαλύτερη επιρροή και στις δύο χώρες, ωστόσο η επιρροή της μάλλον είναι πολύ μικρότερη από ότι φαίνεται και δεν έχει καμία από τις δύο χώρες υπό τον άμεσο έλεγχό της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ακόμα λιγότερη επιρροή, όπως αποδείχθηκε από την αποτυχημένη απόπειρα να συντονίσουν μια διμερή συνάντηση των προέδρων των δύο χωρών όσο αυτοί βρίσκονταν στην Ουάσιγκτον με αφορμή την διάσκεψη για την παγκόσμια πυρηνική ασφάλεια, μια ημέρα πριν ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες. Από την άλλη πλευρά, η Μόσχα υποπτεύεται την Τουρκία ως ενθαρρύνουσα το Αζερμπαϊτζάν στην πρόσφατη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έχει τελευταίως περιλάβει το Μπακού ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της Μόσχας στην εν εξελίξει σύγκρουση με τη Συρία και τους Κούρδους. Τουρκικά λόμπυ στην Ουάσιγκτον προσπαθούν να επηρεάσουν την αμερικανική πολιτική στην περιοχή υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία εξοπλίζει την Αρμενία με σκοπό να απειλήσει το ΝΑΤΟ.
Ενώ ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί ποιά είναι τα νέα δεδομένα στο έδαφος και αν το Αζερμπαϊτζάν θα διατηρήσει τον έλεγχο των εδαφών που κατέλαβε, είναι σαφές ότι το καθεστώς εκεχειρίας των τελευταίων δύο δεκαετιών έχει διαρραγεί και ότι τίποτα δεν αποκλείει μια νέα αναζωπύρωση των συγκρούσεων και την δημιουργία μια νέας εστίας ταραχών στην περιοχή που δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί από τις μεγάλες δυνάμεις. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη κληρονομιά του πολέμου των τεσσάρων ημερών του περασμένου Απριλίου. Από μια «παγωμένη» σύγκρουση το Ναγκόρνο Καραμπάχ μπορεί να εξελιχθεί σε θέατρο συχνών θερμών επεισοδίων με επικίνδυνες προεκτάσεις για την εύθραυστη περιφερειακή σταθερότητα.
Ένας νέος πόλεμος μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας θα ήταν μια τραγωδία από μόνος του. Όμως, καθώς οι δύο χώρες βρίσκονται εντός ενός ασταθούς και επικίνδυνου γεωπολιτικού πλαισίου, η διαμάχη αυτή θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει στην εμπλοκή και άλλων δυνάμεων που έχουν αντιπαρατεθεί στο παρελθόν για απόκτηση ελέγχου και επιρροής στην περιοχή. Καταρχήν, η Ρωσία έχει εκτεταμένα συμφέροντα στην περιοχή, και έχει στενούς αμυντικούς δεσμούς με την Αρμενία. Καθώς η θέση της Αρμενίας έχει εξασθενήσει, αυτή έχει μετακινηθεί εγγύτερα προς τη Μόσχα, προκειμένου να αποκτήσει ρωσική προστασία κατά του ρεβανσισμού των Αζέρων. Από την πλευρά της, η Τουρκία επίσης έχει εκτεταμένα συμφέροντα στο Νότιο Καύκασο και στενούς δεσμούς με το Αζερμπαϊτζάν, στο οποίο έχει προσφέρει την πλήρη υποστήριξή της, και μια πολύ τεταμένη σχέση με τη γειτονική της Αρμενία.
Δεδομένου του γεγονότος ότι οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις έχουν επιδεινωθεί τόσο δραματικά τελευταία, το γεγονός ότι αυτές οι δύο δυνάμεις είναι τώρα στις αντίθετες πλευρές της διαφοράς του Ναγκόρνο-Καραμπάχ σημαίνει ότι έχει αυξηθεί το ενδεχόμενο μιας μεταξύ τους σύγκρουσης, σαν αυτές που αποκαλούνται proxy wars ή «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων». Η Τουρκία, θεωρώντας την εμπλοκή της Ρωσίας στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας ως μια εισβολή στη δική της σφαίρα επιρροής, θεωρεί ότι διαμάχη στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ αποτελεί μια ευκαιρία προς όφελος της Ρωσίας.
Οι καταστάσεις αυτές απειλούν επίσης να κλιμακωθούν σε μια ευρύτερη σύγκρουση και ίσως ακόμη και ένα νέο πόλεμο. Συνιστούν μια σοβαρή απειλή για τη σταθερότητα στον Καύκασο, την ευρύτερη πρώην σοβιετική περιοχή και την Μέση Ανατολή. Οι πρόσφατες βίαιες ενέργειες έχουν καταστήσει πιο εμφανές από ό, τι ποτέ ότι μια νέα προσέγγιση είναι δικαιολογημένη, εάν πρόκειται να συμβάλει στη σταθερότητα της περιοχής. Η περιφερειακή σταθερότητα είναι απαραίτητη για μία ειρηνική λύση με διάρκεια στο ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.