Ως ολοκληρωτικό καθεστώς ορίζεται η ανελεύθερη πολιτειακή κατάσταση σε ένα κράτος. Το καθεστώς αυτό ελέγχει και κατευθύνει άμεσα ή έμμεσα τις κοινωνικές δραστηριότητες των ατόμων. Η Χάνα Άρεντ ορίζει τον ολοκληρωτισμό ως ριζική καταστολή της πολιτικής και περιφρόνηση εκ μέρους της εξουσίας των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη και ως βασικό διακριτικό του τη διείσδυση της κεντρικής εξουσίας σε κάθε πτυχή της ατομικής ύπαρξης και δημιουργίας. Συγκεκριμένα, καταργείται το κοινοβούλιο, φιμώνεται ο τύπος και επιβάλλεται αυστηρή λογοκρισία.
Ολοκληρωτισμός είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από ορισμένους πολιτικούς έπιστήμονες για να περιγράψει ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο το κράτος κατέχει το σύνολο των εξουσιών πάνω από την κοινωνία και επιδιώκει να ελέγχει όλες τις πτυχές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Πολλοί μελετητές ποικίλων ιδεολογικών θέσεων και ακαδημαϊκού υπόβαθρου έχουν εξετάσει προσεκτικά τον ολοκληρωτισμό. Όλοι συμφωνούν, πάντως, ότι ο ολοκληρωτισμός επιδιώκει να κινητοποιήσει ολόκληρους πληθυσμούς στην υποστήριξη μιας επίσημης κρατικής ίδεολογίας, δεν ανέχεται δραστηριότητες που δεν στρέφονται προς τους κρατικούς στόχους, συνεπάγεται την καταστολή ή τον κρατικό έλεγχο των έπιχειρήσεων, εργατικών συνδικάτων, εκκλησίας ή των πολιτικών κομμάτων. Διατηρούνται στην εξουσία με τη βοήθεια της μυστικής αστυνομίας, της προπαγάνδας, με τον περιορισμό της ελεύθερης συζήτησης, του διαλόγου και της κριτικής.