Σε πολύ καλό κλίμα, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές έλαβε χώρα η συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον επικαφαλής της Κομισιόν, Ζαν Κλώντ Γιούνκερ κατα το οποίο διαπιστώθηκε η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις και από τον ίδιο τον κ. Γιούνκερ. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ενημέρωσε τον πρόεδρο της Κομισιόν για τα τελευταία δρώμενα και φαίνεται πως και οι δύο άντρες εκτιμούν ότι είναι εφικτή η συμφωνία το επόμενο διάστημα.
Για να επιτευχθεί αυτό όμως απαιτούνται περαιτέρω ρεαλιστικά βήματα και από τις δύο πλευρές. Χαρακτηριστικό είναι πως λίγο πριν την συνάντηση των δυο αντρών, δημοσιεύονταν από το γερμανικό περιοδικό Wirtschaftswoche, χαρακτηριστικές δηλώσεις τουκ. Γιούνκερ ο οποίος σημείωνε ότι «δεν αφορά μόνο τη νομισματική πολιτική ή οικονομικούς λόγους, αλλά αφορά και την αξιοπρέπεια των Ελλήνων».
«Δεν μπορείς να τους πετάξεις έξω από τη νομισματική ένωση. Και οι Έλληνες όμως πρέπει να κατανοήσουν ότι η αλληλεγγύη του ενός πρέπει να αντανακλά στην ακεραιότητα του άλλου» υπογράμμισε, ενώ απαντώντας σε όσους επικρίνουν το κοινό νόμισμα, ισχυριζόμενοι ότι έχει προκαλέσει διάσπαση στο εσωτερικό της ΕΕ, τόνισε:
«Δεν ευθύνεται το ευρώ για το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινή στάση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα βρισκόμασταν σε νομισματικό πόλεμο, εαν δεν υπήρχε το ευρώ».
Το ζήτημα της Ουκρανίας
Επιπρόσθετους λόγους να είναι ανήσυχη είναι η Ελλάδα, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, καθώς δεκάδες χιλιάδες Ουκρανοί ελληνικής καταγωγής διαμένουν στην περιοχή των συγκρούσεων. Η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στις προσπάθειες για την ειρήνη και την σταθερότητα. Όμως, καμία λύση δεν μπορεί να βρεθεί μέσα από ένα φαύλο κύκλο κυρώσεων, στρατιωτικοποίησης και ψυχροπολεμικής ρητορείας. Οι λύσεις βρίσκονται μόνο αν η επιδεικνυόμενη αποφασιστικότητα συνδυάζεται με την προσπάθεια εξεύρεσης και υπόδειξης διεξόδου για το μέλλον.
Όπως συμπλήρωσε ο Αλέξης Τσίπρας και στη συνάντηση του με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο η Ελλάδα έχει παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια προς το Κίεβο για την στήριξη της εκεί ελληνικής κοινότητας. Στόχος παραμένει η οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Ασφάλειας που θα εξασφαλίζει τα μεσο-μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ΕΕ, συμπεριλαμβάνοντας τη Ρωσία στο τραπέζι του διαλόγου, όσο απαιτητική και αν αποδειχθεί η πρόκληση αυτή.